Η όποια επικράτηση της καταγωγικής πατριαρχικής σκέψης και πράξης είναι συνυφασμένη με την κυριαρχία του μονοεθνοτισμού ή του εθνοτισμού ως κεντρικού σημαίνοντος.
Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε αίτιο και αποτέλεσμα.
Είναι λάθος επίσης να θεωρούμε ως πλαίσιο ανάπτυξης τής μονοεθνοτικής και της καταγωγικής πατριαρχικής σκέψης/πράξης τον καπιταλισμό.
Ο καπιταλισμός αναπτύσσει την ειδική οικονομική και θεσμική κυριαρχική δομή του παράλληλα με την κυριαρχία αυτών των δομών, αν και τις οργανώνει, τις καθορίζει και τελικά εν μέρει τις καταστρέφει ως κεντρικές όταν και όπου φτάνει στο απόγειο των δυνατοτήτων του.
Πάντως αυτές οι δομές προϋπάρχουν του καπιταλισμού και του αστικού εθνοτισμού που οργανώνεται ως αστικό έθνος κράτος και πιθανώς θα υπάρχουν και μετά από μια πτώση του.
Όπως πιθανώς θα υπάρχει και κράτος.
Τώρα, θα πει κανείς, τι θα είναι αυτό εις το οποίο θα επιβιώνει μια μορφή κράτους, πατριαρχίας και μονοεθνοτισμού και δεν θα είναι καπιταλισμός;
Ας ξεκαθαρίσουμε ότι η επιβίωση αυτών των δομών δεν σημαίνει διατήρηση της κεντρικότητάς τους ή της κυριαρχίας τους, αλλά ίσως μιαν όχι και τόσο ασθενή αλλά ωστόσο σχετικά ισχυρή παρουσία τους, παράλληλα με άλλες αναπτυσσόμενες ή αναδυόμενες αντίθετες, ή αδιάφορες προς τις προαναφερόμενες, νέες δομές κοινωνικής και διαεθνοτικής συμβίωσης.
Από την άλλη, δεν είναι εφικτή μια νέα δημοκρατική και ελευθεριακή κοινωνία χωρίς έμπρακτη και θεωρητική κριτική των πατερναλιστικών δομών, άρα και χωρίς μια μετριοπαθή αλλά συνάμα ανυποχώρητη αποδόμησή τους ως κεντρικών σημαινόντων και κεντρικών νοημάτων της εκάστοτε κοινωνικής συλλογικής οργάνωσης.
Με λίγα λόγια, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ακόμα και ένα είδος ανανεωμένου και ανοιχτού εθνισμού και σεβασμού στην παράδοση αν δεν συνυφαίνεται με ένα είδος διαλεκτικού μηδενισμού τόσο της παράδοσης όσο και της εθνοτικής ή εθνικής αρχής, με ένα είδος δηλαδή έμπρακτης και θεωρητικής κριτικής τους ως οντοτήτων.
Κάθε καταστατικός εθνισμός είναι εθνικισμός και κάθε εθνικισμός είναι πατριαρχισμός και καταγωγική σκέψη, και όλα αυτά σήμερα απλά σκοτώνουν τον άνθρωπο, εκτός κι αν αναιρεθούν και αναδομηθούν σε ένα άλλο νέο και ανοιχτό πλαίσιο, αφού πρώτα όμως έχει υπάρξει ο κριτικός και βιωματικός εκμηδενισμός τους.
Με λίγα λόγια, ακόμα και ένας νέος δημοκρατικός ελευθεριακός εθνισμός ή εθνοτισμός δεν είναι εφικτός ως μη εθνικιστικός, άρα μη ολοκληρωτικός-φασιστικός κ.λπ, αν δεν έχει περάσει πρώτα από την κρισάρα ενός α-εθνισμού («εθνομηδενισμού» όπως λένε οι εθνικιστές).
Με αυτή την έννοια, ακόμα και οι αντανακλαστικές υπερβολές και αλλοτριώσεις των αντιεθνικιστών αποκτούν ένα νόημα και μιαν ουσία, αρκεί να είναι και αυτές σημεία μιας ανώτερης και πληρέστερης συνείδησης, η οποία θα είναι και α-εθνική και νέα εθνοτική και μετα-εθνοτική.
Είναι προφανές πως αυτή η νέα συνείδηση δεν είναι δυνατόν να υπάρξει χωρίς την ανάλογη πρακτική της αντιστοίχηση σε μορφές συμβίωσης και κοινωνικής διαντίδρασης που να υπερβαίνουν διαλεκτικά την πατριαρχία, τον καταγωγισμό, το κράτος, την απόλυτη κυριαρχία κ.λπ