«Το πρώτο πράγμα που έμαθα είναι ότι ο καλός δημοσιογράφος, εκδότης, μηχανικός, πιλότος, οδηγός αγώνων, αρχιτέκτονας, συγγραφέας, ελεύθερος σκοπευτής, επαγγελματίας δολοφόνος, ηθοποιός, καλλιτέχνης δεν κρώζει σαν παγόνι σε οίστρο για να προκαλέσει την προσοχή»
ΠΑΝΕ χρόνια τώρα που σκέπτομαι ότι πρέπει να μιλήσω για τις εμπειρίες που είχα κατά τη διάρκεια της σαραντάχρονης δημοσιογραφικής και εκδοτικής μου ζωής. To άφηνα, όμως, γιατί πίστευα πως οι εμπειρίες φαίνονται από τη δουλειά σου και τον τρόπο που ζεις και κινείσαι. Όμως, τα τελευταία χρόνια έκανε την εμφάνισή της μια κατηγορία δημοσιογράφων και εκδοτών που προωθεί τη «φιλοσοφία» τής χωρίς κόπο οικονομικής επιτυχίας, η οποία κατακτάται όχι επειδή είσαι καλύτερος σε ό,τι κάνεις, αλλά επειδή είσαι «μάγκας», «ξύπνιος» και «ωραίος». Όσοι ανήκουν σ’ αυτήν οδηγούν γρήγορα αυτοκίνητα (χωρίς να έχουν ιδέα από οδήγηση), έχουν «μπράβους», βίλα σε «καλό» προάστιο και σκάφος αξίας τουλάχιστον 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων. Όσοι δε διαβιούν σύμφωνα με τα λιβανέζικου τύπου πρότυπα των εν λόγω κυρίων (και κυριών) δεν έχουν θέση στο λαμπερό κόσμο του νεοελληνικού lifestyle.
Και τι θα συμβεί αν πεις πόσο επικίνδυνη είναι η συγκεκριμένη στάση ζωής; Μια ματιά στον τρόπο που ζουν και διασκεδάζουν οι «επιτυχημένοι» σε κατακτημένες (από αγγλικές αλφαβήτες) χώρες θα δείξει ότι η αισθητική του σκυλάδικου και του μεταλλαγμένου «βλάχου» είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
Επειδή, όμως, έχω την εντύπωση ότι οι 4ΤΡΟΧΟΙ διαβάζονται από δεκάδες χιλιάδες νέους (πάνω από 300.000 λένε οι έρευνες), καλό είναι πού και πού να αναφερόμαστε και στους ανθρώπους που ταπεινά και σιγανά, όπως λέει το τραγούδι, δίνουν τη μάχη για την αληθινή ζωή.
Το πρώτο πράγμα που έμαθα είναι ότι ο καλός δημοσιογράφος, εκδότης, μηχανικός, πιλότος, οδηγός αγώνων, αρχιτέκτονας, συγγραφέας, ελεύθερος σκοπευτής, επαγγελματίας δολοφόνος, ηθοποιός, καλλιτέχνης δεν κρώζει σαν παγόνι σε οίστρο για να προκαλέσει την προσοχή. Απλώς κάνει τη δουλειά του. Το κοινό, που είναι ο απόλυτος κριτής όλων όσοι εργάζονται στα ΜΜΕ, θα την κρίνει και θα τη στηρίξει ή απορρίψει. Ένα τραβηγμένο (αλλά αληθινό) παράδειγμα είναι εκείνο του πληρωμένου δολοφόνου. Ο καλός… killer ανοίγει τη θήκη, βγάζει την καραμπίνα, τη συναρμολογεί, οπλίζει και πυροβολεί μία φορά. Η σφαίρα βρίσκει το θύμα στο «σταυρό» και το τελειώνει.
Ο ερασιτέχνης κακοποιός, ο φαφλατάς της δημοσιογραφίας, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της αρχιτεκτονικής, των εκδόσεων, των επιχειρήσεων θα ρίξει σαράντα, και μία ίσως βρει το στόχο! Οι σφαίρες του πολυλογά θα γεμίζουν το θύμα τρύπες, αλλά αυτό θα παραμένει ζωντανό φωνάζοντας: «Αρκετά, θα κάνουμε ότι πεις».
Το δεύτερο που έμαθα είναι να σέβομαι τους δασκάλους μου στη ζωή, στη δημοσιογραφία, στους αγώνες, στην αεροπορία, στις εκδόσεις. Και όχι μόνο να τους σέβομαι, αλλά και να τους τιμώ και να προσπαθώ να τους αντιγράψω, να μεταφέρω τα όσα με δίδαξαν σε εκείνους που θέλουν να ακούσουν.
Αυτό σημαίνει ότι η ζωή με έμαθε να στέκομαι εχθρικά απέναντι στους προαγωγούς του βλαχομπαρόκ στιλ ζωής και των «δημοσιογράφων» που δεν ξέρουν ή δεν έχουν ακούσει ποιος ήταν ο Δροσίνης, ο Μπαστιάς, ο Κύρου, η Βλάχου, ο Κόκκας, ο Λαμπρίας, ο Καραπαναγιώτης και άλλα «τέρατα» του επαγγέλματος.
Ακόμα, η ζωή με δίδαξε να αποφεύγω (όπως ο διάβολος το λιβάνι) τα παχνιά που συχνάζουν οι ιερείς της αρπαχτής, οι καλλιτέχνες των μπουζουκομάγαζων και οι «ήρωες» του Μεγάλου Αδελφού. Η ίδια με δίδαξε ότι ο μοναδικός δρόμος για την όποια επιτυχία είναι εκείνος της σκληρής, χωρίς ανάσα, δουλειάς.
Η ζωή με έμαθε να αγαπάω την πατρίδα. Όχι, αναγκαστικά την Ελλάδα, αλλά τον (όποιο) τόπο στον οποίο γεννήθηκαν οι πρόγονοί μου, εγώ και, αν είχα, τα παιδιά μου.
Πάνω από εκατό φορές έχω γράψει ότι είμαι Ιρλανδός, Αιγύπτιος, Γάλλος, Άγγλος, Κινέζος, Αμερικανός, Δανός, Έλληνας, Ισπανός, Ιταλός. Δεν είμαι το ομογενοποιημένο, παγκοσμιοποιημένο σκατό που θέλουν να με κάνουν οι νέοι επικυρίαρχοι. Αυτό σημαίνει ότι λέω ναι στη διεθνοποίηση και όχι στην παγκοσμιοποίηση. Η ζωή μού έμαθε, μέσα από τις θυσίες των προγόνων μου, να αγαπάω και να προστατεύω τον τόπο που γεννήθηκα και όχι να τον πουλάω για ένα καλό αυτοκίνητο. Με έμαθε να είμαι τόσο «εθνικιστής» όσο οι Γάλλοι, οι Άγγλοι και οι Πορτογάλοι, οι Τούρκοι, οι Κούρδοι, οι Αμερικανοί, οι Ρώσοι και οι Παλαιστίνιοι, και ούτε δράμι παραπάνω.
Ακόμα…
Έμαθα να μη δέχομαι το όχι σαν απάντηση (στο επάγγελμά μου), αλλά να προσπαθώ, να πιέζω, να απαιτώ, να προβλέπω και, τελικά, να επιτυγχάνω τον σκοπό. Έμαθα να αποφεύγω την εξουσία και να μένω μακριά από τις δημοσιογραφικές, εκδοτικές και κομματικές παρτούζες.
Με βάση λοιπόν αυτά τα «μαθήματα», η εταιρεία, η οικογένειά μου, οι συνεργάτες μου κι εγώ νομίζω ότι καλά πορευτήκαμε και είναι μεγάλη κατάκτηση που δε γίναμε κομμάτι της συνομοταξίας των τυριών που τα «κονόμησαν» πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Ό,τι κάναμε έγινε χωρίς τυμπανοκρουσίες. Μακριά από το συρφετό, υπηρετούμε τριάντα τρία χρόνια τώρα με πάθος, συνέχεια και συνέπεια την Ιδέα της τεχνολογίας της αυτοκίνησης, των αγώνων και της δημιουργίας (τι άλλο είναι ο διαγωνισμός μας «Σχεδίασε το Μέλλον»;). Δύσκολος και απαιτητικός ο δρόμος που επέλεξα, αλλά, πιστεύω, σωστός. Αν έχετε αντίθετη άποψη, θα ήθελα να την ξέρω. Είναι καλό θέμα για τις σελίδες των «Διαλόγων», σε μια εποχή που τα σκουπίδια έχουν κατακλύσει την Ελλάδα._ Κ. Κ.