Οι αράχνες μου άρεσαν πάντοτε πάρα πολύ! Και ταραντούλα να έβλεπα να περπατάει επάνω μου θα ήθελα μάλλον να συζητήσω μαζί της παρά να κάνω οτιδήποτε άλλο. Και είναι αλήθεια πως αυτό κάνω με κάθε αράχνη, την οποία συναντώ στο διάβα μου.
Γιατί όμως;
Διότι ο αράχνες έχουν τρία σπουδαία χαρακτηριστικά και… ένα ακόμα:
Πρώτον δημιουργούν απολύτως μόνες τους ένα εξαιρετικά λεπτό και εύθραυστο νήμα. Είναι ένα ασήμαντο “κάτι”, πολύ περισσότερο όμως από ένα σπουδαίο “τίποτα”! Και με αυτό το ασήμαντο “κάτι”, με πολλά ασήμαντα “κάτι” χτίζουν έναν πολύ ισχυρό και ανθεκτικό ιστό και ορίζουν τη ζωή τους.
Είναι λοιπόν πλήρως ανεξάρτητες και κατανοούν την τεράστια αξία του ελάχιστου “κάτι”.
Δεύτερο, δεν παραμένουν στατικές. Εάν νιώσουν κίνδυνο ή καταστραφεί ο ιστός τους θα πλέξουν ένα ελάχιστο νήμα και όπως είναι ελαφριές θα αφεθούν να τις παρασύρει ο άνεμος ή θα επιλέξουν κάποιο άλλο σημείο και θα αρχίσουν πάλι από την αρχή.
Είναι λοιπόν έτοιμες πάντοτε για μία νέα αρχή εκ του μηδενός και έτοιμες να “πετάξουν” ανά πάσα στιγμή.
Τρίτο και μάλιστα το σπουδαιότερο. Δεν φοβούνται το μέλλον. Δε βασίζονται στη σιγουριά, αλλά στο άγνωστο. Πιστεύουν στις δυνάμεις τους και επενδύουν σε αυτές. Όταν επιλέγουν ένα σημείο να υφάνουν τον ιστό τους, δε γνωρίζουν εκ των προτέρων εάν πρόκειται να περάσουν άλλα έντομα από εκεί.
Εμπιστεύονται τις διαδικασίες και τη ζωή.
Τέλος κάθε φορά βλέποντας μία αράχνη σκέφτομαι τη πριγκιποπούλα από τη Λυδία, η οποία ύφανε ένα τόσο περίτεχνο υφαντό, ώστε ούτε η θεά της σοφίας Αθηνά μπόρεσε να εντοπίσει έστω ένα ψεγάδι. Και επειδή σαν μικρή και άμυαλη πριγκιποπούλα που ήταν η αράχνη δεν είχε τη σύνεση να μην αυτο-παινευτεί ή έστω να κάνει σκόπιμα ένα αμελητέο λάθος, ικανό όμως να δώσει τη νίκη στη θεά και να την εξευμενίσει κατέληξε στο τέλος να υφαίνει για πάντα…
Η αράχνη επέζησε πού είναι όμως η Αθηνά;
Ο φθόνος μπορεί να σου εξασφαλίσει μία μεγάλη νίκη, αλλά όχι και την αιωνιότητα.
Μάθε από την αράχνη, σκέψου σαν την αράχνη, γίνε κι εσύ αράχνη!