ΠΟΛΕΜΟΣ, ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΒΙΑΣΜΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ: ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΗΡΙΩΔΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΙΚΗΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ, ΣΤΙΣ ΘΗΡΙΩΔΙΕΣ ΤΩΝ «ΝΕΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ»…
Ένα γνωστό επεισόδιο της Ρωμαϊκής Μυθολογίας των πρώιμων αρχαϊκών μυθολογικών ημερών, που σχετίζεται με την περίοδο ιδρύσεως της πόλης της Ρώμης, είναι αυτό της αρπαγής των Σαβίνων γυναικών, που σχεδίασε ο Ρωμύλος (Romulus) για να αντιμετωπίσει την έλλειψη γυναικών μετά και από την αποτυχία του να συνάψει συμμαχίες γάμου με διάφορες γειτονικές πολιτείες. Ο Ρωμύλος προσκάλεσε τους Σαβίνους (αρχαίος λαός της κεντρικής Ιταλίας) στην γιορτή που διοργάνωσε προς τιμήν του θεού της συγκομιδής Consus και ενώ οι Σαβίνοι παρακολουθούσαν τους αρματοδρομίες, έδωσε το σύνθημα, πετώντας τον μανδύα από τους ώμους του, για να πάρουν οι άντρες του τα όπλα και να αιχμαλωτίσουν τις κόρες των Σαβίνων.
Ο Οβίδιος στην Ars Amatoria προσφέρει μέσω δυο παρομοιώσεων μία γλαφυρότατη περιγραφή των σκηνών, που έλαβαν χώρα κατά την αρπαγή των Σαβίνων, παρομοιάζοντας τους άνδρες του Ρωμύλου με αετούς και λύκους, δύο κατ’ εξοχήν πολεμικά αλλά και ρωμαϊκά σύμβολα, και αντίστοιχα τις Σαβίνες με περιστέρια και αρνάκια τα οποία τρέχουν να σωθούν (Οβίδ. Ars 1.117-119). Αργότερα, ο Οβίδιος, στην σύνθεση των Fasti,αποτυπώνει στο ποιητικό του έργο, μεταξύ άλλων, τις ιστορίες της Λουκρητίας και της Νύμφης Λάρας, όπου είναι φανερός ο εξαναγκασμός την σιωπής των ηρωίδων από τα όργανα της εξουσίας.
Έτσι, η Λουκρητία βιάζεται από τον γιο του βασιλιά Σέξτο Ταρκύνιο και η Νύμφη βιάζεται και ακρωτηριάζεται από τον Δία και τον Ερμή (2.607-2.616), εξαιτίας της ανυπακοής τους στην εξουσία και της αλόγιστης χρήσης του λόγου. Ο ιστορικός Διονύσιος προσπάθησε να νομιμοποιήσει και να δικαιολογήσει την αρπαγή των Σαβίνων, παρουσιάζοντάς την ως εθιμική: «ὁ Ῥωμύλος, ὡς οὐκ ἐφ᾽ ὕβρει τῆς ἁρπαγῆς ἀλλ᾽ ἐπὶ γάμῳ γενομένης, Ἑλληνικόν τε καὶ ἀρχαῖον ἀποφαίνων τὸ ἔθος καὶ τρόπων συμπάντων καθ᾽ οὓς συνάπτονται γάμοι ταῖς γυναιξὶν ἐπιφανέστατον, ἠξίου στέργειν τοὺς δοθέντας αὐταῖς ἄνδρας ὑπὸ τῆς τύχης» (Διον. Αλ. Ρωμ. Αρχ. 2.30.5).
Από την πλευρά του, ο ιστορικός Τίτος Λίβιος εμφανίζει έναν Ρωμύλο, που αναγνωρίζει μεν την αδικία, αλλά υπόσχεται ένα μέλλον, που θα εξασφαλίζει την ευημερία των ιδίων και των τέκνων τους από κάθε άποψη:
«Αλλά ο ίδιος ο Ρωμύλος περιδιάβαινε ανάμεσά τους και τους εξηγούσε ότι αυτό συνέβη λόγω της υπεροψίας των πατέρων (τους), οι οποίοι αρνήθηκαν τον γάμο στους γείτονες∙ εκείνες όμως θα παντρευτούν και θα έχουν μερίδιο σε ολόκληρη την περιουσία και τα πολιτικά δικαιώματα και στα παιδιά, πράγμα από το οποίο τίποτα δεν υπάρχει πιο αγαπητό για το ανθρώπινο γένος∙ να καταπραΰνουν μόνο την οργή τους και να δώσουν αυτές την ψυχή τους σε όσους η τύχη έδωσε τα σώματά τους∙ από την αδικία προκύπτει συχνά σε μεταγενέστερο χρόνο η ευγνωμοσύνη∙ και θα τύχουν συζύγους καλύτερους, επειδή ο καθένας θα προσπαθήσει για αυτές αλλάζοντας ο ίδιος, να ικανοποιήσει την επιθυμία για τους γονείς και την πατρίδα» (Τίτος Λίβιος 1.9.15-16).
Στην συνέχεια, ο Τίτος Λίβιος περιγράφει τους νικηφόρους πολέμους του Ρωμύλου ενάντια στους Σαβίνους που προσπαθούν μάταια να εκδικηθούν, πόλεμοι που τελικά οδηγούν στην ένωση των βασιλείων και την ενδυνάμωση του ρωμαϊκού imperium. Άλλωστε, σύμφωνα με τον μύθο, η θεϊκή παρέμβαση για την γέννηση του Ρωμύλου και του Ρέμου ύστερα από τον βιασμό της Εστιάδας Ρέας Σύλβιας από τον θεό Άρη, όπως σημειώνει και ο ίδιος ιστορικός, αποδεικνύει ότι η δημιουργία του ισχυρού ρωμαϊκού κράτους ήταν κάτι που όφειλαν να προσφέρουν στους Ρωμαίους η μοίρα και οι θεοί.
Αυτοκρατορίες, κράτη, πόλεμοι, σφαγές, βιασμοί, κατακτήσεις, ερείπια, ανείπωτες κτηνωδίες για την επιβολή των ισχυρότερων, για την κάθε μορφής επιβολή, πολιτιστική, οικονομική, φυλετική ή εθνική. Όπως έγραφε ο Κλαούζεβιτς, «βεβαίως [η μάχη] δεν είναι απλώς ένας αμοιβαίος φόνος και η επίπτωση της είναι περισσότερο η θανάτωση του θάρρους του εχθρού παρά των αντιπάλων πολεμιστών […], αλλά το αίμα είναι πάντα το τίμημά της και η σφαγή είναι ο χαρακτήρας και το όνομά της…».
Το τέλος κάθε πολέμου φέρνει στην επιφάνεια, με τον πιο επώδυνο τρόπο, ένα κόσμο σκληρότητας και τρόμου, τόσο για εκείνους που πολεμούν και ακόμη περισσότερο για τους άμαχους. Έναν κόσμο, όμως, στον οποίο η ανθρωπιά ισοπεδώνεται, και από την φρίκη και την αγριότητα που επιδεικνύουν οι «νικητές» στους ηττημένους, μια αγριότητα που δικαιολογείται και νομιμοποιείται στ’ όνομα ιδεολογιών, που έρχονται να καθηλώσουν την μνήμη, την κριτική σκέψη και επομένως την αναζήτηση της αλήθειας.
Η ανακούφιση και η χαρά, που δικαιολογημένα νιώθουν οι περισσότεροι άνθρωποι σε κάθε εποχή ακούγοντας τα νέα του τερματισμού ενός πολέμου, δυστυχώς, τους εμποδίζει να αντιληφθούν, τουλάχιστον σε πραγματικό χρόνο, ότι ο πόλεμος δεν τελειώνει σχεδόν ποτέ με την επίσημη ανακοίνωση του τερματισμού του, ότι οι φρικτές πράξεις εκδίκησης αποτελούν συνέχειά του, ότι οι λεηλασίες, οι βιασμοί γυναικών και παιδιών, συνεχίζουν να διεξάγονται με σφοδρότητα.
Μαροκινάτε (Marocchinate) είναι όρος που χρησιμοποιήθηκε για τους μαζικούς βιασμούς κυρίως γυναικών, κοριτσιών, αλλά και ανδρών και αγοριών, καθώς και ιερέων και τις δολοφονίες που διαπράχθηκαν την άνοιξη του 1944 μετά τη μάχη του Μόντε Κασίνο στην Ιταλία, στην αγροτική περιοχή μεταξύ Νάπολης και Ρώμης, κυρίως από τους Μαροκινούς Γκουμιέρ, αλλά και γαλλοαλγερινούς, τα αποικιακά, δηλαδή, στρατεύματα του Γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος, τα οποία διοικούνταν υπό τον στρατηγό Αλφόνς Ζουέν. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης Θυμάτων Emiliano Ciotti, σημειώθηκαν τουλάχιστον 20.000 περιπτώσεις βιασμών. Ο στρατηγός Augustin Guillaume, διοικητής των ορεσίβιων Μαροκινών, ήταν εκείνος που, παρ’ ότι ενορχήστρωσε τις κτηνωδίες των στρατιωτικών αυτών σωμάτων, δεν δικάστηκε ποτέ για τις θηριωδίες στην Ιταλία, δεν απομακρύνθηκε από το στράτευμα, αλλά, αντίθετα, τη δεκαετία του 1950 ανέλαβε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου και πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ.
Στην συνέχεια, η ανώτατη διοίκηση, θεωρώντας άξιους και άκρως αποτελεσματικούς τους μαροκινούς «μαχητές», τους έστειλε στον βορρά, για να επαναλάβουν την κτηνωδία. Σειρά είχαν το 1945, οι Γερμανίδες της πόλης Freudenstadt. Σε τρείς ημέρες οι Μαροκινοί βίασαν 700 γυναίκες και κοριτσάκια κατά τη διάρκεια της λεηλασίας της γερμανικής πόλης.
Σύμφωνα με τον βρετανό ιστορικό Anthony Beevor (Βερολίνο: Η πτώση 1945), οι εκτιμήσεις των θυμάτων βιασμού από δύο κύρια νοσοκομεία του Βερολίνου κυμαινόταν από 95.000 έως 130.000. Ένας γιατρός υπολόγισε ότι από τις περίπου 100.000 γυναίκες που βιάστηκαν στο Βερολίνο, περίπου 10.000 έχασαν τη ζωή τους, κυρίως από αυτοκτονία. Το ποσοστό θανάτων θεωρείται ότι ήταν πολύ υψηλότερο στα 1,4 εκατομμύρια, που εκτιμώνται τα θύματα στην Ανατολική Πρωσία, Πομερανία και Σιλεσία. Όπως επισημαίνει ο Beevor,«Συνολικά τουλάχιστον δύο εκατομμύρια Γερμανίδες γυναίκες πιστεύεται ότι έχουν πέσει θύματα βιασμού […] και μια σημαντική μειοψηφία, αν όχι η πλειοψηφία, φαίνεται να έχουν υποστεί πολλαπλό βιασμό».
Ο βιασμός είχε γίνει, λοιπόν, μια συλλογική εμπειρία για τις Γερμανίδες, όμως, όταν επέστρεψαν οι άνδρες, προσπάθησαν να απαγορεύσουν κάθε αναφορά στο ζήτημα. Όπως αναφέρει ο Beevor, «Τρεις γυναίκες, κόρη, μητέρα, και γιαγιά που είχαν πέσει όλες μαζί θύματα βιασμού σε μια περιοχή λίγο έξω από το Βερολίνο παρηγορούσαν τον εαυτό τους με την ιδέα ότι ο άνδρας του σπιτιού είχε πεθάνει στον πόλεμο. Θα είχε σίγουρα σκοτωθεί προσπαθώντας να τις προστατεύσει, έλεγαν στον εαυτό τους». Οι «γενναίοι» στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού βίαζαν γυναίκες μπροστά στα παιδιά τους και αν τυχόν αυτά αντιστέκονταν τα δολοφονούσαν εν ψυχρώ, ενώ πολλές φορές υποχρέωναν τους άνδρες τους να παρευρίσκονται κατά την διάρκεια των μαζικών βιασμών και εφ’ όσον αντιδρούσαν τους δολοφονούσαν επίσης εν ψυχρώ.
Ο βρετανός ιστορικός Keith Lowe υποστηρίζει πως στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο συνέβησαν περισσότεροι βιασμοί σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο πόλεμο («Όλεθρος: Η Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο»). Επισημαίνει, μάλιστα, πως οι βιασμοί αυξάνονταν «παντού κατά τη διάρκεια του πολέμου, ακόμα και σε περιοχές όπου δεν σημειώνονταν μάχες». Αυτή η τραγωδία των γυναικών (που είχε ασφαλώς τρομακτικές επιπτώσεις και στους άνδρες τους) κορυφώθηκε στη Γερμανία αμέσως μετά τον πόλεμο, όπου υπολογίζεται ότι βιάστηκαν σχεδόν 2 εκατομμύρια Γερμανίδες, κυρίως από Σοβιετικούς στρατιώτες, ενώ, παρά τις συνεχείς εκτρώσεις, γεννήθηκαν έως και 200.000 «ξένα μωρά».
Όπως αναφέρει ο Keith Lowe,εκατοντάδες χιλιάδες Σύμμαχοι στρατιώτες, ιδίως εκείνοι από τον Κόκκινο Στρατό, ήταν κατά συρροήν βιαστές, υπενθυμίζοντας την τότε προειδοποίηση του Λεβ Κοπέλεβ: «Ας μη λάβουμε υπ’ όψιν μας την ατίμωση. Τι γίνεται με εκείνους τους στρατιώτες που στέκονται στην ουρά για μια Γερμανίδα, που βιάζουν μικρά κορίτσια, που σκοτώνουν ηλικιωμένες γυναίκες; Θα επιστρέψουν στις δικές μας πόλεις, στις δικές μας γυναίκες, στα δικά μας κορίτσια. Χιλιάδες δυνητικοί εγκληματίες, και διπλά επικίνδυνοι, διότι θα επιστρέψουν έχοντας την υπόληψη ηρώων»
Όπως τονίζει και ο Keith Lowe,σε κάποιες περιοχές της Κεντρικής Ευρώπης οι βιασμοί δεν ήταν ένα άθροισμα μεμονωμένων εμπειριών, αλλά μια μαζική εμπειρία που υπέστη με τον πλέον θηριώδη τρόπο ολόκληρος ο γυναικείος πληθυσμός: «Στην Βιέννη αναφέρθηκε από τις κλινικές και τους γιατρούς πως είχαν βιαστεί 87.000 γυναίκες. Στο Βερολίνο ήταν ακόμη χειρότερα, και πιστεύεται ότι περίπου 110.000 γυναίκες έπεσαν θύματα βιασμού. Στα ανατολικά της χώρας, ιδίως σε εκείνες τις περιοχές που ήταν κοντά στους σοβιετικούς στρατώνες, η διαρκής απειλή επίθεσης συνεχίστηκε έως τα τέλη του 1948 […] ενώ οι βιασμοί των Γερμανίδων και των Αυστριακών καταγράφηκαν σχολαστικά μετά τον πόλεμο, στην Ουγγαρία το φαινόμενο δεν έγινε ποτέ παραδεκτό από την κομμουνιστική κυβέρνηση. Μόλις το 1989 άρχισαν να γίνονται σωστές μελέτες, αλλά τότε πλέον ήταν δύσκολο να βρεθούν πληροφορίες. Χονδρικές εκτιμήσεις, βασισμένες σε νοσοκομειακά αρχεία, δείχνουν ότι 50.000 έως 200.000 Ουγγαρέζες βιάστηκαν από Σοβιετικούς στρατιώτες».
Αλλά και στην Δυτική Ευρώπη, παρ’ ότι οι καταγραφές είναι μικρότερες, το γεγονός αυτό δεν μειώνει στο ελάχιστο την κτηνωδία λόγου χάριν του στρατού των ΗΠΑ, που κατηγορήθηκε για βιασμούς έως και 17.000 γυναικών, τόσο στην Δυτική Αφρική όσο και στην Δυτική Ευρώπη, ανάμεσα στο 1942 και το 1945.
Μήπως η σοβιετική ηγεσία ήταν ανήξερη;
Όπως γράφει ο Beevor,«Οι Μπέρια και Στάλιν, πίσω στη Μόσχα, γνώριζαν πολύ καλά τι συνέβαινε από μια σειρά από λεπτομερείς εκθέσεις. Ο Marshal Rokossovsky εξέδωσε την διαταγή Νο 006, σε μια προσπάθεια να κατευθύνει «τα συναισθήματα μίσους στην καταπολέμηση του εχθρού στο πεδίο της μάχης». Φαίνεται να είχε μικρή επίδραση. Ο διοικητής ενός τμήματος τυφεκίων λέγεται ότι, πυροβόλησε προσωπικά υπολοχαγό ο οποίος έβαζε σε σειρά μια ομάδα ανδρών του μπροστά σε μια Γερμανίδα επί του εδάφους. Αλλά είτε οι αξιωματικοί εμπλέκονταν και οι ίδιοι, είτε η έλλειψη πειθαρχίας έκανε πάρα πολύ επικίνδυνο να αποκατασταθεί η τάξη στους μεθυσμένους στρατιώτες οπλισμένους με υποπολυβόλα».
Ο Ουκρανός συγγραφέας Ίλια Έρενμπουργκ έγραφε το 1944 προς τον Κόκκινο Στρατό, «Σκοτώστε, σκοτώστε! Στους γερμανούς δεν υπάρχουν αθώοι ούτε μεταξύ των ζωντανών, ούτε μεταξύ αυτών που πρόκειται να γεννηθούν… Τσακίστε με τη βία την περηφάνια των γερμανίδων γυναικών. Πάρτε τες ως νόμιμο λάφυρο. Σκοτώστε, σκοτώστε ανδρείοι στρατιώτες του ερυθρού στρατού, μέσα στην ακατανίκητη έφοδό σας… Οι Γερμανοί δεν είναι ανθρώπινα πλάσματα […] Αν σκοτώσετε έναν Γερμανό, σκοτώστε κι άλλον – δεν υπάρχει τίποτα πιο ευχάριστο από έναν σωρό γερμανικών πτωμάτων». Σημειωτέον, ότι ο Έρενμπουργκ, ο οποίος επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1957, τιμήθηκε και από το ΚΚΕ στις 2 Απριλίου 2008, κατά την διάρκεια εκδήλωσης για τα 90 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης και του ΚΚΕ, που οργανώθηκε από το Πολιτιστικό Τμήμα της Κ.Ε. του ΚΚΕ και την ΚΝΕ και ήταν αφιερωμένη «στον επαναστάτη συγγραφέα και δημοσιογράφο Ιλία Έρενμπουργκ», που «ξεχωρίζει για την αφοσίωση στα σοσιαλιστικά επαναστατικά ιδανικά, των οποίων υπήρξε αγνός μαχητής σε όλη τη ζωή του». Τα σχόλια, πράγματι, περιττεύουν…
Στις 3 Αυγούστου, ο Ρώσος στρατηγός Γκεόργκι Ζούκοφ, τρεις μήνες μετά την πτώση του Βερολίνου, αναγκάζεται να εκδώσει «αυστηρότερες» διαταγές για τον έλεγχο «των ληστειών», της «σωματικής βίας» και των «σκανδαλωδών γεγονότων», καθώς οι σύζυγοι των γερμανών κομμουνιστών αντιμετωπίζονταν το ίδιο βάρβαρα με τις υπόλοιπες γερμανίδες: «τέτοιες πράξεις και τέτοια άσχημη εικόνα»,δήλωνε η διαταγή, «δημιουργούν πολύ άσχημη εικόνα για εμάς στα μάτια των Γερμανών αντιφασιστών, ειδικά τώρα που ο πόλεμος έχει τελειώσει, και βοηθά τη φασιστική προπαγάνδα ενάντια στον Κόκκινο Στρατό και τη σοβιετική κυβέρνηση».
Σύμφωνα με την ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ρωσικής Ιστορίας, της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών και Καθηγήτρια Ιστορικών Επιστημών, Έλενα Sinyavskaya, «Στη Γερουσία των ΗΠΑ μετά τον πόλεμο υπήρχε περιγραφή της συμπεριφοράς ιθαγενών [Αφρικανών] γαλλικών δυνάμεων, της Σενεγάλης, στην Στουτγάρδη. Παρατίθενται αριθμοί που λένε ότι μέσα σε μία με δύο ημέρες υπήρχαν περίπου τρεις χιλιάδες θύματα βιασμού στη Στουτγάρδη και μόνο. Μέχρι σήμερα οι Ιταλοί ισχυρίζονται ότι ο αγγλο-αμερικανός στρατός ευθύνεται για τις φρικαλεότητες που έλαβαν χώρα στο ιταλικό έδαφος και διαπράττονταν από τους Μαροκινούς. Οι άνδρες βίαζαν όχι μόνο γυναίκες, αλλά και νέους άνδρες …» (βλ. ιστοσελίδα Angara, Ο Μύθος του «Βιασμού της Γερμανίας» εφευρέθηκε από τον Γκαίμπελς). Φυσικά, η «κορυφαία» ρωσίδα ερευνήτρια σχεδόν εξαφανίζει τους χιλιάδες βιασμούς γερμανίδων από τον Κόκκινο Στρατό.
Δεν είναι να απορεί κάποιος για το γεγονός, ότι διαχρονικά από τους περίφημους εορτασμούς για την «μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών, με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές», λείπει με εξίσου πανηγυρικό τρόπο η οιαδήποτε αναφορά, έστω σαν ψέλλισμα, για τις αγριότητες του Κόκκινου Στρατού, αλλά και των Συμμάχων, που αφορούν τους συστηματικούς και μεθοδευμένους βιασμούς των «ηττημένων». Η μεταπολεμική παγκόσμια τάξη, το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής, έπρεπε να σβήσει το σκοτάδι της φρίκης που επιβλήθηκε στους άμαχους ηττημένους, οι ιδεολογίες των νικητών, απαστράπτουσες, ήταν αδύνατον να λερωθούν με τέτοιες «λεπτομέρειες»· όπως άγνωστη «λεπτομέρεια» παραμένει, ότι οι ορισμένοι από τους νικητές άνοιξαν νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου γερμανοί αιχμάλωτοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά βασανίζονταν ανηλεώς, πολλοί απ’ αυτούς μέχρι θανάτου, όπως έγινε στην Ζγκόντα στην Πολωνία, ενώ χιλιάδες παρέμεναν έγκλειστοι μέχρι και το 1958, καθώς, επίσης, για χρόνια οι εκκαθαρίσεις ακόμα και απλά συμπαθούντων των ηττημένων πραγματοποιούνταν με συνοπτικές διαδικασίες.
Η κληρονομιά, λοιπόν, που άφησε η Δεύτερη Μεγάλη Ανθρωποσφαγή είναι μεγάλη. Όπως τονίζει ο γερμανός καθηγητής πολιτικών επιστημών Χένφριντ Μύνκλερ σχετικά με τους «Νέους πολέμους», την στρατηγική της σεξουαλικής βίας που αφορά τους άγριους μαζικούς βιασμούς, τον εγκλεισμό των γυναικών που βιάζονται συστηματικά και στην συνέχεια μεταφέρονται δια της βίας ή εκτίθενται δημοσίως ως εγκυμονούσες, μπορούμε να την αντιληφθούμε ως μια πολιτική εθνοκάθαρσης χωρίς γενοκτονία.
Σύμφωνα με τον Μύνκλερ, «το γεγονός ότι η βία έναντι των γυναικών λαμβάνει μεγαλύτερη σημασία απ’ ότι έναντι των ανδρών προκύπτει από τους στόχους του πολέμου και όχι από ανθρωπολογικές και πολιτισμικές σταθερές, όπως από μια ανδρική επιθετική συμπεριφορά». Οι άνδρες υποχρεώνονται να παρευρίσκονται στους ομαδικούς βιασμούς γυναικών με στόχο την ταπείνωσή τους εξαιτίας της αδυναμίας τους να τις προστατέψουν, με συνέπεια την επιβολή σ’ αυτούς να εγκαταλείψουν την επίμαχη περιοχή.
Η ταινία «Αποστολή Βιασμός – Ένα εργαλείο πολέμου» δυο Δανών κινηματογραφιστών αποδεικνύει, ότι η σεξουαλική βία χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτική τακτική κατά τη διάρκεια του πολέμου στα Βαλκάνια (1992-1995), ο οποίος ξέσπασε μεταξύ Σερβίας, Κροατίας και Βοσνίας. Η Annette Mari Olsen, μία εκ των δύο κινηματογραφιστών, σε συνέντευξή της στο ThomsonReutersFoundation, ανέφερε ότι «Ο βιασμός είναι πολύ πιο αποτελεσματικός από τον πυροβολισμό∙ επηρεάζει τον σύζυγο, τα παιδιά… Αν διαδοθεί η φήμη ότι τρεις γυναίκες βιάστηκαν, ξαφνικά ολόκληρη η πόλη τρέπεται σε φυγή. Είναι ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο εθνοκάθαρσης».
Στην ταινία, που προβλήθηκε στην Δανία στις 12 Μαρτίου 2015, ο Mirsad Tokaca, διευθυντής του Κέντρου Έρευνας και Τεκμηρίωσης του Σαράγεβο (Research and Documentation Centre in Sarajevo), υποστηρίζει, επίσης, ότι «Πίσω από αυτές τις πράξεις κρυβόταν μία συγκεκριμένη στρατηγική: να εκδιωχθεί ο πληθυσμός και να καταληφθεί η αντίστοιχη περιοχή». Τα εν λόγω εγκλήματα διαπράχθηκαν κυρίως από τις Σερβοβόσνιες στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις ενάντια σε γυναίκες και παιδιά του μουσουλμανικού πληθυσμού. Με βάση υπολογισμούς, στους οποίους προχώρησαν διεθνείς οργανώσεις, ο συνολικός αριθμός των θυμάτων γυναικών και παιδιών του μουσουλμανικού πληθυσμού ανήλθε σε 25.000 με 50.000 για το διάστημα 1991 με 1995.
Οι βιασμοί 200.000 γυναικών το 1971 στο Μπαγκλαντές από πακιστανούς στρατιώτες, τα στρατόπεδα βιασμών στην Βοσνία και στο Ανατολικό Τιμούρ, οι βιασμοί εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών στην Ρουάντα (1994), στην Σιέρα Λεόνε, στο Κονγκό (1998-2003), στην Συρία τόσο από τις κυβερνητικές δυνάμεις όσο και από τον ISIS, οι βιασμοί κουρδισσών από τον Τουρκικό στρατό στο Αφρίν, είναι τα επιτεύγματα περίφημης διεθνούς κοινότητας, που το 1989 χαιρέτισε το «τέλος της ιστορίας»…
Συσπείρωση Αναρχικών