Την Τρίτη που μας πέρασε ένας ιερέας στο Αγρίνιο σήμανε, άθελά του, ένα νέο πόλεμο. Ο τύπος και τα κοινωνικά δίκτυα πήραν φωτιά και άρχισε να συγγράφεται ένα ακόμα σύγχρονο έπος, η «Καστανιάδα». Ο ιερέας επέδειξε στους πιστούς και φίλησε ένα κάστανο, το οποίο του είχε δώσει ο άγιος Παΐσιος πριν από αρκετά χρόνια. Ο ιερέας ανέφερε ότι το κάστανο παραμένει αναλλοίωτο, θαυματουργώ τω τρόπω. Ασχέτως του αν το κάστανο παραμένει αναλλοίωτο ή όχι, στον χριστιανισμό η ευσέβεια αποδίδεται στο πρόσωπο, ποτέ στο υλικό αντικείμενο. Αυτό είναι λυμένο από την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο. Συνεπώς, ο ιερέας, μέσω ενός προσωπικού κειμηλίου, θέλησε να αποδώσει τιμή στον άγιο.
Από τα αναρίθμητα επικριτικά σχόλια που διάβασα, μου κίνησαν το ενδιαφέρον δύο, τα οποία απέδωσαν στο γεγονός ευρύτερες κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές διαστάσεις. Η κ. Βίβιαν Ευθυμιοπούλου σημείωσε στη σελίδα της στο Facebook: «Είναι απολύτως αδύνατον να πειστώ ότι όποιος προσκυνάει κάστανα δεν είναι χαζός και υπανάπτυκτος… Η Ορθοδοξία είναι η κιβωτός της υπανάπτυξης, του εθνικισμού και του Μεσαίωνα… Ντροπή σε ΟΛΟΥΣ τους πολιτικούς που σπεύδουν να ανάβουν κεράκια αγκαλιά με τα ράσα αντί να τραβάνε τον λαό μακριά από το σκοτάδι της αντίδρασης. Θέλετε τον ελληνικό λαό αποβλακωμένο και υποχείριο κάθε δοξασίας, όχι αποκλειστικά θρησκευτικής».
Και ο κ. Χρήστος Ράπτης, του iefimerida.gr, συνέχισε και υπερθεμάτισε: «Το παράδοξο δεν είναι ότι βρέθηκαν 40.000 “σφυριγμένοι” να προσκυνούν ένα κάστανο 27 χρονών. Το παράδοξο είναι ότι δεν αντιδρά κανείς. Η επίσημη εκκλησία του μπάρμπα Ιερώνυμου κάνει το “παπί”. Ο Μητσοτάκης και η ΝΔ το ίδιο. Η Φώφη δεν πήρε χαμπάρι, ο Σταύρος αλλού κοιτάζει και η Αριστερά που από εκεί που θα μας χώριζε από την Εκκλησία, τώρα τα έχει βρει “μίτσι-κότσι” μαζί της, κανονικά και με τον νόμο… Πόσο μακριά θα πάει Θεέ μου αυτή η εθνική παράκρουση – ξεφτίλα;»
Τοποθετήσεις σαν και αυτές υποδεικνύουν για πολλοστή φορά ότι τα εργαλεία ανάλυσης και ερμηνείας της πραγματικότητας που χρησιμοποιεί ευάριθμη μερίδα των δημοσιολόγων -η οποία ασκεί μεγάλη επιρροή- είναι, αν μη τι άλλο, ξεπερασμένα και ανεπαρκή. Ο πιθανότατα σημαντικότερος φιλόσοφος του 20ου αιώνα, ο L. Wittgenstein, ασχολήθηκε συστηματικά με τη θρησκεία και έκτοτε οι συμβολές του είναι απαραίτητο εργαλείο για όποιον θέλει να ασχοληθεί σοβαρά με παρόμοια θέματα. Σοβαρά, επιμένω.
Σύμφωνα με τη φιντεϊστική ερμηνεία της θεωρίας του, ο Wittgenstein, σε γενικές γραμμές, έδειξε ότι μπορούμε να κατανοήσουμε μια μορφή ζωής, ειδικά τη θρησκεία, μόνο από την οπτική γωνία του συμμετέχοντος ή οιονεί συμμετέχοντος σε αυτή. Οπότε, για να καταλάβουμε τη γλώσσα και τις πρακτικές της θρησκείας προϋποτίθεται η συμμετοχή -πραγματική ή έστω οιονεί- στην παράδοση της, χωρίς όμως να δικαιούμαστε να υποβάλλουμε αυτήν την παράδοση σε δομική κριτική. Η θρησκευτική σκοπιά διαφέρει ριζικά από την επιστημονική, επειδή η πίστη υπερβαίνει τα εμπειρικά γεγονότα.
Η παραδοχή αυτή οδήγησε τον Wittgenstein να υποστηρίξει αρχικά ότι η αρμόζουσα στάση μπροστά στην πίστη είναι η σιωπή. Αργότερα, έφτασε να θεωρήσει ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις συγκροτούν ένα χώρο απρόσβλητο σε οποιαδήποτε κριτική, ένα χώρο στον οποίο έχει κανείς πρόσβαση μόνο αν είναι θρησκευόμενος. Άσκησε μάλιστα κριτική στον ανθρωπολόγο James Frazer, ο οποίος από τη σκοπιά του πολιτισμένου Βρετανού του 20ου αιώνα επέκρινε «πρωτόγονες» πρακτικές όπως η θρησκεία και οι τελετές μαγείας. Δεν δικαιολογείται, κατά τον Wittgenstein, το αίσθημα υπεροχής που έχουμε έναντι των όποιων «πρωτόγονων», αφού το τελετουργικό στοιχείο εκείνων των κοινωνιών το συντηρούν και οι μοντέρνες. Φιλάμε την εικόνα ενός αγαπημένου προσώπου ή ενός αγίου. Η πράξη μας δεν αποσκοπεί σε κάτι. Έτσι συμπεριφερόμαστε και μετά νιώθουμε ικανοποίηση.
Ο Wittgestein επίσης πρότεινε ότι δεν υπάρχει μια, ενιαία, λογική μορφή που να στηρίζει όλο το φάσμα της ανθρώπινης γλώσσας και σκέψης, ώστε να αποτελεί το απόλυτο ορθολογικό θεμέλιό της. Καθετί κρίνεται εντός της μορφής ζωής που εντάσσεται.
Στην Ελλάδα του 2017 αιώνα μας στοιχειώνει ακόμα το «δεν περάσαμε διαφωτισμό», οπότε πρέπει να τον περάσουμε με χρονοκαθυστέρηση δύο αιώνων και κάτι. Ο δημόσιος διάλογος κυριαρχείται από ανθρώπους που διέπονται από απολυτότητα και επιστημολογικό θράσος ανάλογο των Γάλλων διαφωτιστών του 18ου αιώνα, οι οποίοι έκοβαν κεφάλια στο όνομα του ορθολογισμού. Υπάρχει, λέγουν, μια ενιαία και αδιαίρετη αλήθεια, στην οποία οφείλετε όλοι να συνταχθείτε. Όποια παρέκκλιση είναι σκοταδισμός και βλακεία. Τι και αν η φιλοσοφία και η επιστήμη ανέδειξαν άλλα επιστημολογικά πρότυπα στο μεταξύ. Είτε δεν τα γνωρίζουν, είτε τα αγνοούν, επειδή δεν τους συμφέρουν.
Και το πλέον επικίνδυνο είναι ότι, δίχως να έχουν τα κατάλληλα εργαλεία ανάλυσης, γελοιοποιούν συμπολίτες τους, παρουσιάζοντάς τους ως τρελούς. Ορισμένοι μάλιστα, ακόμα και συνάδελφοί μου, μου είπαν μετ’ επιτάσεως ότι άνθρωποι σαν και αυτούς που συμμετείχαν στη λιτανεία στο Αγρίνιο δεν πρέπει να ψηφίζουν και ότι επηρεάζουν την πολιτική κοινωνία μας όπως τα καρκινικά κύτταρα. Να συμπεράνω λοιπόν ότι το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι η λοβοτομή ή μια ταχεία πολιτική χημειοθεραπεία. Έλεος!
Μάλλον, δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι εκπρόσωποι του ελλαδικού «μετώπου της λογικής», των αυτοαποκαλούμενων φιλελευθέρων και ορθολογιστών, είναι πρώην κομμουνιστές που δεν μπόρεσαν ποτέ να αποβάλουν το δογματισμό και τη μονολιθικότητα της νιότης τους. Απλά, όταν έπαψε να είναι της μόδας ο κομμουνισμός αυτοβαφτίστηκαν ορθολογιστές και φιλελεύθεροι. Λυπάμαι, αλλά, οι ιεροφάντες της προόδου μας είναι πνευματικά δύο αιώνες πίσω. Ο ελλαδικός αντιθρησκευτισμός χρησιμοποιείται από ένα τμήμα των όψιμων φιλελευθέρων για να συγκαλύπτουν την μετακίνησή τους προς τη δεξιά πίσω από την αυταπάτη ενός αριστερού ιδανικού.
Φυσικά, δεν αποστερείται κανείς μας το δικαίωμα κριτικής και γνώμης. Και ο ίδιος ο Wittgenstein άσκησε κριτική στον Frazer. Και πολλοί άλλοι έχουν εξελίξει γόνιμα ή επανερμηνεύσει έκτοτε τις θέσεις του Wittgenstein. Αρκεί η όποια κριτική, ειδικά σε μια τόσο ιδιαίτερη μορφή ζωής όπως η θρησκεία, να θεμελιώνεται σε μια στερεή επιστημολογία και όχι σε παρωχημένα σχήματα και πολιτικά ελατήρια.