Η κυβέρνηση διατείνεται ότι δεν περιλαμβάνονται στον σχεδιασμό της οι πρόωρες εκλογές. Ότι θα εξαντλήσει την τετραετία.
Ότι θα δώσει στους πολίτες την ευκαιρία να συγκρίνουν τα πεπραγμένα της με τα αντίστοιχα του ΣΥΡΙΖΑ. Να με συγχωρεί η χάρη της που αμφισβητώ την ειλικρίνειά της -έτσι κι αλλιώς αυτά είναι από τα ολίγα ψέματα που δικαιολογούνται στην πολιτική-, αλλά δεν την πιστεύω. Δεν την πιστεύω για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι στρατηγικός, ο δεύτερος είναι τακτικός. Ξεκινώ από τον δεύτερο. Σε κανέναν πρωθυπουργό δεν αρέσουν το τοξικό κλίμα και η ποινικοποίηση του δημόσιου βίου αν δεν πρόκειται να του αποβεί χρήσιμο, ωφέλιμο, παραγωγικό. Δεν στέλνεις στο Ειδικό Δικαστήριο έναν πρώην υπουργό Δικαιοσύνης της αντιπολίτευσης, αν δεν έχεις στο μυαλό σου να κατατροπώσεις τον πολιτικό σου αντίπαλο.
Δεν συστήνεις νέα δεύτερη προανακριτική εις βάρος στενού συνεργάτη του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν δεν θες να πλήξεις προσωπικά και τον ίδιο. Δεν αξιοποιείς τις καταγγελίες του πρώην υπουργού Οικονομικών -έως το 2015- του βασικού σου αντιπάλου περί ΟΠΑΠ, αν δεν επιθυμείς να δημιουργηθεί ασφυκτικό κλίμα απαξίωσης γι’ αυτόν.
Δεν «σκαλίζεις» συνεχώς το θέμα της χρηματοδότησης του ΣΥΡΙΖΑ από το καθεστώς Μαδούρο της Βενεζουέλας ούτε επιστρέφεις κάθε τρεις και λίγο στο Μάτι και στους νεκρούς του, αν δεν είναι μύχιος πόθος σου ένα συντριπτικό πλήγμα κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Εάν ανοίγεις ή σχεδιάζεις να ανοίξεις όλα αυτά τα θέματα μαζί απλώς για το ονόρε και όχι επειδή είναι εντεταγμένα σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό, τότε είσαι ερασιτέχνης. Για πολλά θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει τον σημερινό πρωθυπουργό και το επιτελείο του, όχι όμως ότι δεν είναι επαγγελματίες της πολιτικής. Είναι και παραείναι. Και από τη μύγα ξύγκι βγάζουν, που λέει ο λόγος.
Υποστηρίζω λοιπόν ότι η συστηματική σκανδαλοθηρία, που κορυφώθηκε χθες με τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής εις βάρος του πλέον στενού συνεργάτη του Αλέξη Τσίπρα από το 2009 έως σήμερα Νίκου Παππά δεν είναι τουφεκιά στον αέρα. Είναι σχέδιο. Και μία στο εκατομμύριο πιθανότητα να υπήρχε να μην είναι, την αποκλείω μόνο για έναν λόγο: Στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού, τον οποίο ερώτησα προ μηνών αν θα κινηθούν διαδικασίες παραπομπής του Παππά, μου είπε ψέματα.
Με το επιχείρημα ότι ζήτησε να τον δει επτά φορές ο Καλογρίτσας αλλά «τον απέφυγε». Υπάρχει αρχή, μέση και τέλος, λοιπόν, στο σχέδιο «υπόδικος ΣΥΡΙΖΑ και πρόωρες εκλογές». Οι πρωτοβουλίες αυτές ποτέ δεν υλοποιούνται σε πολιτικό κενό. Πάντοτε υπάρχει «διά ταύτα», ασχέτως αν οι σκοποί των εμπνευστών τους άλλες φορές ευοδώνονται και άλλες φορές όχι. Μας το λέει και η προϊστορία. Το σκάνδαλο Κοσκωτά οδήγησε στην απομάκρυνση του Ανδρέα Παπανδρέου από την εξουσία το 1989. Η δίκη του οδήγησε στην πολιτική νεκρανάστασή του. Η έναρξη διαδικασίας παραπομπής του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για την ΑΓΕΤ και τις υποκλοπές το 1993 είχε περισσότερο χαρακτήρα αντεκδίκησης, γι’ αυτό και δεν είχε συνέχεια, έκλεισε συντόμως. Η βιομηχανία εξεταστικών και προανακριτικών επιτροπών του Γεωργίου Παπανδρέου κατά υπουργών της κυβέρνησης Καραμανλή το 2010 είχε στόχο το γονάτισμα και την εξουδετέρωση της κεντροδεξιάς παράταξης εν όψει της προσφυγής της Ελλάδος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η ανακίνηση της υπόθεσης Novartis από τον ΣΥΡΙΖΑ είχε στόχο τη διάσπαση της Ν.Δ. και την κόντρα Μητσοτάκη – Σαμαρά. Μόνο την περίοδο 2004-2009 δεν στήθηκαν λαϊκά δικαστήρια, γιατί ο τότε πρωθυπουργός θεωρούσε τη λειτουργία τους τοξική για την οικονομία και για τον δημόσιο βίο.
Η προϊστορία μάς δείχνει λοιπόν τι «τέξεται η επιούσα» όταν αίφνης προκύπτει συρροή σκανδαλολογίας. Η τακτική της Ν.Δ. λοιπόν είναι η με πάσα αφορμή απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικώς του αρχηγού του εν όψει των διαγραφόμενων αλλά όχι διακηρυσσόμενων πολιτικών εξελίξεων. Και για λόγους εκλογικούς και για λόγους παραδειγματικούς και για λόγους προληπτικούς. Η συντριβή του και η ακύρωση κάθε προοπτικής επιστροφής του στην εξουσία είναι επιθυμία, πλην Ν.Δ., και ενός ευρύτερου συστήματος εξουσίας, το οποίο όχι απλώς δεν πέρασε καλά όταν ο Τσίπρας ήταν εν τη βασιλεία του, αλλά κινδύνεψε με φυλακή. Και αν αυτό δεν συνέβη οφείλεται στον παντελή ερασιτεχνισμό-κατσαπλιαδισμό με τον οποίο φέρθηκε η Αριστερά στους θεσμούς θεωρώντας τους υποκατάστημά τους και τους λειτουργούς τους υπαλληλικό της προσωπικό. Ωστόσο, ας μην υπάρχουν αυταπάτες.
Η σκανδαλομηχανή εγκαθίσταται στο κέντρο του δημόσιου βίου (σε συνδυασμό με άλλες εξελίξεις) για να κερδίσει η Ν.Δ. με διαφορά τις εκλογές με απλή αναλογική, ώστε να διεξαχθούν αμέσως επαναληπτικές με ενισχυμένη αναλογική. Αυτός είναι ο στρατηγικός σκοπός. Ναι, το σύστημα θέλει να «παραδειγματίσει» τον ΣΥΡΙΖΑ για να στείλει το μήνυμα σε όλους ότι όποιος αποτολμά τέτοια παιχνίδια έχει σίγουρη τη ρεβάνς. Ναι, το σύστημα θέλει να δράσει προληπτικά για να σιγουρευτεί ότι κάτι τέτοιο δεν θα επαναληφθεί στο μέλλον ποτέ ξανά. Ότι δεν θα διανοηθεί ποτέ κανείς να αγγίξει τις ιερές αγελάδες του – πολιτικούς, τραπεζίτες, δικαστές.
Το μείζον διακύβευμα της σκανδαλοθηρίας όμως είναι η δημιουργία προϋποθέσεων για μακρά παραμονή της Ν.Δ. και του κυρίου Μητσοτάκη στην εξουσία. Τώρα λοιπόν που ο αντισυριζαϊσμός είναι ακόμη διάχυτος σε όλη την κοινωνία και η φθορά της κυβερνώσας παράταξης είναι υπαρκτή αλλά ελεγχόμενη κατά το Μαξίμου, πλησιάζει η ώρα των εκλογών. Για την τελική απόφαση βεβαίως θα συνεκτιμηθούν και άλλοι παράγοντες. Αλλά δεδομένου ότι οι αποσβεστικές προθεσμίες των παραγραφών τρέχουν, το σχέδιο έχει τεθεί ήδη υποχρεωτικώς σε ισχύ.
Ομολογείται, δεν ομολογείται. Άποψη του γράφοντος είναι ότι με τα σημερινά δεδομένα ακόμη και μετά τον προσεχή Οκτώβριο η Ν.Δ. θα εξακολουθεί να παραμένει κυρίαρχη πολιτική δύναμη του τόπου.
Αλλά ο προσεχής Οκτώβριος είναι το έσχατο πολιτικό όριο για μια νίκη της Ν.Δ. σε εκλογές με αναλογική τόση σε εύρος ώστε να μην εγκλωβιστεί ο πρωθυπουργός στη διαδικασία των διερευνητικών εκλογών. Αν θέλει μακρά παραμονή στην εξουσία ο κύριος Μητσοτάκης, πρέπει η διαφορά του από τον ΣΥΡΙΖΑ σε εκλογές με αναλογική να είναι τέτοια, που να του επιτρέπει να καταθέσει αμέσως την εντολή στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να προσφύγει σε εκλογές. Άλλως μπλέκει.
Ήδη οι πολλές μικρές κινήσεις που φύονται στα δεξιά του κορφολογούν δυσαρεστημένους σε ζητήματα αξιακά: ΛΟΑΤΚΙ, Εκκλησία, θέματα εθνικής ταυτότητας κ.ά. Η επίσπευση των αποφάσεων είναι λοιπόν κατά την άποψή μου μονόδρομος. Τα ποσοστά και οι διαφορές του Ιουλίου του 2020, το μεγάλο «πικ» της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, δύσκολα θα επαναληφθούν τον Ιούλιο του 2022. Με ό,τι αυτό σημαίνει.