«Μην πετάξεις τίποτα»: Για το νόημα της κριτικής.
(Τις παρακάτω σκέψεις γράψαμε οι Έλενα-Όλγα Χρηστίδη και Νάνσυ Παπαθανασίου)
Τις τελευταίες μέρες αναδύθηκαν στα social media και τον δημόσιο λόγο δύο αντιφατικές τάσεις: από τη μία η (μάλλον κυρίαρχη) θέση πως η κριτική στον Σαββόπουλο (ειδικά αμέσως μετά τον θάνατό του) πρέπει να αποφεύγεται. Η θέση αυτή εκφράστηκε με τρεις κυρίους τρόπους: 1) μέσω μιας γενικής άρνησης προς αυτή με όρους περισσότερο χρονικότητας («δεν είναι ώρα τώρα, ας το αφήσουμε για αργότερα») 2) μέσω μιας δικαιολόγησης και υπεράσπισης των ίδιων των σημείων υπό κριτική (κυρίως από τη δεξιά ιδεολογική πτέρυγα, κάτι συνεπές αφού αυτή η πτέρυγα υιοθετεί τα στοιχεία που στηλιτεύονται) και 3) μέσω μιας γενικής επίθεσης προς την κριτική με όρους όχι μόνο χρονικότητας αλλά και περιεχομένου, ότι δηλαδή η όποια κριτική δεν έχει ουσία και σε κάθε περίπτωση η θετική μεγάλη εικόνα του καλλιτέχνη υπερβαίνει όποια άλλη «λεπτομέρεια» της πορείας του. Από αυτά τα τρία σημεία προβληματιστήκαμε κυρίως με το πρώτο και το τρίτο, στον βαθμό που προέρχονταν έντονα και από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς.
Προβληματιστήκαμε όμως, και ακόμα περισσότερο εκπλαγήκαμε, από την έκταση αυτής της αντίδρασης στην κριτική μέσα στο πεδίο της Αριστεράς. Γράφουμε επομένως αυτές τις σκέψεις αυθόρμητα, όπως προέκυψαν προσπαθώντας να καταλάβουμε καλύτερα όσα παρατηρούσαμε.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος (εφεξής ΔΣ) είναι αδιαμφισβήτητα ένας δημιουργός με πολύ βαρύ αποτύπωμα στην Ελλάδα. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο δεν μπορεί να ιδωθεί ως καλλιτέχνης χωρίς το πολιτικό του υπόβαθρο, αλλά ούτε και ως δημοσιολόγος και πολιτικά ενεργός πολίτης χωρίς την αναγνώριση τού πώς αξιοποίησε την τέχνη του σε αυτό. Είναι στα αλήθεια ο έλληνας δημιουργός που η πορεία του συνδέθηκε περισσότερο από όλων των άλλων με την πορεία της Μεταπολίτευσης, ακριβώς επειδή η διαδρομή του, οι μετατοπίσεις και οι μεταστροφές του συνέπιπταν με αυτές της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Στο πρόσωπό του μπορούμε να δούμε όλη την πορεία της: την αγωνιστική της εκκίνηση και το ιδεολογικό της βάρος, από τα τέλη του 1960 και μέχρι το 1989. Τη συνθηκολόγηση και τον απόλυτο ρεφορμισμό της τότε. Τη δεξιά στροφή. Τις πρώτες βάσεις του νεοφιλελευθερισμού της δεκαετίας του 1990. Την αποθέωση των πρώτων δειγμάτων του σύγχρονου εθνικισμού της. Τη σταδιακή, και κάποιες φορές συμπυκνωμένη δεξιά τάση της, συχνά μέσω μιας αντιπολιτικής στάσης εναντίον όλων. Και βέβαια την Ελλάδα του σημαίνοντος Μητσοτάκη και της διαλυμένης αριστεράς που βλέπουμε σήμερα. Σε όλα αυτά, από το 1989 και μετά, ο ΔΣ συμμετείχε πατώντας ακριβώς πάνω στα βήματα των μετατοπίσεων αυτών, ποτέ εναντίον τους, ποτέ κόντρα. Μέσω των τραγουδιών και των δημόσιων θέσεών του ακολουθούσε αυτά τα βήματα με έναν τρόπο σχεδόν τελετουργικό και υπερβατικό: ως Σαββόπουλος, ως ο μέσος έλληνας, ως ο πρώην ριζοσπάστης αριστερός, ως ρεαλιστής, ως συμβιβασμένος ή ως φαύλος, ως επιτυχημένος, ως εκπρόσωπος της τέχνης του. Στο πρόσωπό του δεν βλέπουμε μόνο την ιδιάζουσα περίπτωση της ατομικής του στροφής 180 μοιρών -αλλά καλούμαστε να δούμε και να εξηγήσουμε τη συλλογική στροφή, την πορεία της χώρας, της ιδεολογίας και των πολιτικών που ασκούνται σε αυτή. Καλούμαστε να κοιτάξουμε στον καθρέφτη.
Η περίπτωση της υπόθεσης της λογοκρισίας της ταινίας της Φρίντας Λιάππα είναι χαρακτηριστική: το 1992 μία ταινία λογοκρίνεται γιατί σε μια της σκηνή ένα μωρό 18 μηνών βρίσκεται, υποτίθεται, στο δωμάτιο την ώρα που η μητέρα του κάνει σεξ με τον εραστή της. Είναι σαφές ότι με τη σκηνοθεσία και τη χρήση του μοντάζ αυτή η σκηνή όπως τη βλέπουμε στην οθόνη δεν αντιστοιχεί στον τρόπο που η σκηνή γυρίστηκε. Δεν έβαλαν, με λίγα λόγια, ένα νήπιο 18 μηνών να βλέπει δύο ανθρώπους να έρχονται σε επαφή μπροστά του. Κι όμως, για λόγους που αφορούν πολιτικούς συσχετισμούς και συντηρητικά αντανακλαστικά της εποχής, η ταινία λογοκρίνεται με την αιτιολογία της παιδικής κακοποίησης και η Λιάππα δέχεται έναν ανελέητο πόλεμο σε κάθε επίπεδο: φήμης, οικονομικών, καλλιτεχνικό, ποινικό, προσωπικό, έμφυλο.
Έχει μείνει στην ιστορία το βίντεο με την περίφημη διαμάχη ΔΣ και Ραφαηλίδη με αφορμή την υπόθεση που τότε πήρε διαστάσεις σκανδάλου. Από αυτή την εκπομπή όμως, εμείς στεκόμαστε περισσότερο σε δύο άλλες σκηνές: Στην πρώτη η ίδια η Λιάππα μιλά σε ένα βίντεο για το θέμα. Τσακισμένη αλλά δυνατά πολιτική, μιλά για την ελευθερία της τέχνης και τον κίνδυνο ως προς αυτή. Αναπολογητική και ουσιαστική, επαναλαμβάνει παρ’ όλα αυτά δυό ή τρεις φορές ότι η εμπειρία αυτή είναι για την ίδια τραυματική. Στη δεύτερη σκηνή ο Καρυπίδης αρνείται να μείνει στις λεπτομέρειες της στημένης υπόθεσης και δίνει τη μεγάλη εικόνα, λέγοντας ότι εδώ ο εχθρός είναι συγκεκριμένος: είναι ο νεοφιλελευθερισμός, ο νεοπουριτανισμός και ένας νέος «ψευτοανθρωπισμός». Σε αυτή την εκπομπή -όπως και σε αυτή την υπόθεση, αλλά και σε ολόκληρη εκείνη την εποχή και όχι μόνο- ο ΔΣ παίρνει τη θέση του εχθρού με αμιγώς πολιτικό λόγο: αρχικά αναπαράγει το παρανοϊκό επιχείρημα περί ενός παιδιού, ενός μικρού κοριτσιού που κακοποιήθηκε και μιλά στο όνομα της προστασίας του, και σύντομα εξηγεί τι πραγματικά εννοεί: Πρέπει, λέει, να σωθεί το μικρό κοριτσάκι μέσα μας, δηλαδή να σωθεί η Ελλάδα από την (αριστερή) θολοκουλτούρα. (σημείωση: η Φρίντα Λιάππα εμφάνισε μεταστατικό καρκίνο στον απόηχο της παραπάνω υπόθεσης και πέθανε λίγο καιρό αργότερα.)
Η ιστορία αυτή δεν είναι μια ιστορία εξαίρεσης στην πορεία του ΔΣ. Είναι ένα μεγάλο μέρος της, τμήμα του οποίου έχει αποτυπωθεί και στο έργο του και που, αν και ηπιότερα, με συνέπεια τηρήθηκε ως τον θάνατό του. Είναι η πλευρά που διάλεξε από ένα σημείο της ζωής του κι έπειτα.
Η έννοια του πένθους, ατομικού και συλλογικού, είναι μια σύνθετη έννοια, Κι αυτό γιατί κανείς πενθεί με διαφορετικό τρόπο αλλά, κυρίως, πενθεί και διαφορετικά πράγματα. Στο πρόσωπο του ΔΣ μπορεί άλλοι να πενθούν τα αγωνιστικά τους νιάτα, άλλοι τον εκφραστή των συντηρητικών του ιδεών, άλλοι την υπόσχεση μιας Ελλάδας στην οποία όσοι αγαπάνε δεν θα τρώνε βρώμικο ψωμί, άλλοι τις πιο σημαντικές προσωπικές τους στιγμές. Και όλοι έχουν δικαίωμα στο πένθος τους. Εδώ όμως, η κριτική στην κριτική, που εκφράζεται με το συγκαταβατικό «ας περιμένετε λίγο πριν τον κρίνετε, σεβαστείτε το πένθος» παραγνωρίζει το εξής: η ίδια αυτή η κριτική συνομιλεί με εκφάνσεις αυτού του πένθους. Όταν με τον θάνατο του ΔΣ γεμίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με μια του μόνο εκδοχή, την υψηλή και αξιοσέβαστη, αυτής που δεν επιδέχεται κριτικής γιατί την ξεπερνά, ακριβώς τότε το δικαίωμα στο πένθος περιορίζεται: γιατί δομείται ένα σχήμα όπου έχουν δικαίωμα να τον πενθούν μόνο όσοι τον θυμούνται πρωτίστως με έναν τρόπο, ή για μια του εκδοχή, και όχι όσοι προσπαθούν να αναστοχαστούν την απώλειά του με όλα τα αποτυπώματα που η στάση του τούς άφησε όσο ήταν εν ζωή. Η παρακίνηση η κριτική να παραμείνει πίσω πετυχαίνει λοιπόν ένα πράγμα: να αποσιωπηθούν από την παρακαταθήκη του, και με έναν τρόπο από την κυρίαρχη αφήγηση της ιστορίας, οι φωνές που δεν μένουν μόνο σε όσα μας πρόσφερε, αλλά μιλούν και για όσα μας προκάλεσε, ή αυτά στα οποία συνέβαλλε. Και πολλές φορές, όπως η σύνθετη κριτική αποχαιρετά με αναγνώριση τη μια του εκδοχή και ταυτόχρονα με οργή ή επίκριση την άλλη, έτσι και το πένθος (ειδικά το συλλογικό) θέλει θάρρος και ανάληψη ευθύνης για να ξεδιπλωθεί και να αποκτήσει νόημα. Θέλει χώρο μακριά από τοτέμ και υπεραμυντικότητες.
Προσπαθώντας λοιπόν να καταλάβουμε τι προκάλεσε αυτή τη νουθεσία για μη κριτική εκ μέρους πλευρών της Αριστεράς, η πρώτη σκέψη ενέχει την ανακούφιση που προσφέρει η αποσπασματικότητα: κρατώντας μόνο αυτή την εκδοχή, κρατά κανείς την εκδοχή της Αριστεράς που μας αναπτερώνει, και όχι το αντίστροφο. Τα καλά και τα όμορφα, τις υψηλές της στιγμές και όχι τη διάβρωσή της. Μένει, έστω και πρόσκαιρα, σε μια άρνηση των ευθυνών της αλλά και της συνολικής πορείας που μας έφερε σήμερα εδώ. Αντίθετα, η δεξιά μπορεί να κοιτάξει τον ΔΣ στα μάτια μέχρι το τέλος του, να τον αποχαιρετήσει ολόκληρο: με αυτόν τον τρόπο αντλεί υπεραξία από τη μεταστροφή και τον προσεταιρισμό του σε αυτή. Της είναι πιο σημαντικός για αυτό που κάποτε ήταν και το οποίο εγκατέλειψε, από ό,τι θα της ήταν αν ανήκε σε εκείνη εξαρχής.
Η αποσπασματικότητα όμως ενέχει σε κάποιες περιπτώσεις και (ανεπίγνωστα ή μη) προνόμια. Αυτών που δεν ήταν στην πρώτη γραμμή εκείνων που ο ΔΣ πολέμησε ή υποτίμησε ή εκείνων που ίσως έχουν τα αποθέματα να λεν πως οι διαφορές μαζί του έρχονται σε δεύτερη μοίρα.
Στην ψυχανάλυση το πένθος είναι η σύνθετη διεργασία που ξεκινά όταν κανείς φεύγει από τη θέση της μελαγχολίας και της απώθησης, εκεί όπου η ζωή αναστέλλεται μέχρι να δεχτεί να φέρει στο συνειδητό όσα χρειάζεται για να προχωρήσει. Ξεκινά όταν ο άνθρωπος τα υποδέχεται όλα: τα υψηλά και τα τιποτένια, τα σπουδαία και τα αποκρουστικά.
Τον απολογισμό και το πένθος για τον ΔΣ, όπως και για τη Μεταπολίτευση ή την πορεία της Αριστεράς συχνά ακόμα τα συναντάμε από αυτή τη θέση της μελαγχολίας. Αλλά χρειαζόμαστε επειγόντως να τα πενθήσουμε εξ ολοκλήρου, για να βρούμε τρόπους να ζήσουμε ξανά. Σήμερα, όχι κάποτε.
(Βρήκα τ’ όνειρό μου σε γραμμές πολιτικές
και το πήγα πέρα απ’ αυτές
όπου μ’ οδηγούσαν δίχως να το αντιληφθώ
η καταγωγή μου και η τέχνη που εξασκώ
Κλείνει τώρα ο κύκλος κι είν’ ο θάνατος πολύς
θάνατος στη μέση της ζωής
και πονώ για σένα που ‘ρθε η ώρα να το δεις
δόξα είν’ η ευθύνη της δικής μας αλλαγής
Φτάσαμε στ’ ανείπωτα
Μην πετάξεις τίποτα._)
 Ασπάλαξ
Ασπάλαξ 
				
 
	 
						
					 
						
					 
						
					