Οι ναυτεργάτες απεργούν. Λοιπόν, ο μπαμπάς μου, ήταν αρχιμηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού. Ο πλήρης τίτλος ήταν Supervisor τάδε and Head of Technical Department of the… κάτι εντυπωσιακό.
Σαν κάθε παιδί κάθε νοικοκύρη ναυτικού και δη Χιώτη, μεγάλωσα με άνεση. Με μεγάλη άνεση. Πάντα είχαμε ένα ωραίο μεγάλο σπίτι, με αρκετά δωμάτια και μια κυρία για οικιακή βοηθό. Πάντα είχαμε καλά ρούχα, καλά παπούτσια, καλά παιχνίδια, καλούς δασκάλους. Έτσι λοιπόν, νόμιζα πως είμαστε πλούσιοι. (Ήμασταν, αλλά για άλλους λόγους, ανεξάρτητους από τα χρήματα). Μάλιστα, όταν σύγκρινα τα σπίτια μας με αυτά των εφοπλιστών όπου ήμασταν πολύ συχνά καλεσμένοι, πολλές φορές έβρισκα το δικό μας απείρως καλύτερο. (Μετά κατάλαβα ότι αυτό οφειλόταν στο καλό γουστο της μαμάς μου).
Να μην τα πολυλογούμε, κάποια από τις πολλές φορές που ταξίδεψα με τον μπαμπά μου, με πήρε κάτω στο μηχανοστάσιο να δω που δούλευε. Και τότε ήρθε η αποκάλυψη! Ο πάντα πεντακάθαρος και λαμπερός πατέρας μου, με τα άψογα νύχια, φορούσε μια φόρμα κατάμαυρη από τα λάδια και είχε στα χέρια του γράσα και μαυρίλες! Στη μηχανή θα πρέπει να ήταν 1000 βαθμοί κελσίου. Η τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Μύριζε κλεισούρα, πετρέλαιο, γράσο και λαμαρίνα κι έκανε έναν διαολεμένο θόρυβο. Νόμιζα πως δεν μπορώ να πάρω αέρα. Μετά από 5 λεπτά ξενάγησης που μου φάνηκαν αιώνας, ανέβηκα και πάλι στον επάνω κόσμο.
Όταν ήρθε ο πατέρας μου, φρεσκοπλυμένος, φρεσκοξυρισμένος και γελαστός όπως τον ήξερα, τον ρώτησα πως μπορεί εκεί κάτω; Και γιατί πάει αυτός και δεν πάνε οι από κάτω του, αφού είναι chief και να τους δίνει οδηγίες.
«Γιατί ο τσιφ είναι ο πρώτος που πρέπει να κατέβει και να ξέρει τη δουλειά όλων των άλλων», μου λέει.
Τον ίδιο καιρό γινόντουσαν κάποιες κινητοποιήσεις των αγροτών, στις οποίες συμμετείχαν κι οι εργάτες πανελλαδικά. Ο πατέρας μου ενδιαφερόταν πολύ.
– Μπαμπά, τι δουλειά έχουμε εμείς με τους αγρότες; (αναρωτήθηκε η κόρη του εφοπλιστή, η οποία έπαιρνε τα πακέτα με τα πιο καινούργια αρώματα της μόδας από τα ντιούτι φρή).
– Γιατί, εμείς τι νομίζεις πως είμαστε;
– Τι είμαστε; Ναυτικοί. (Με κάποιο καμάρι που έρρεπε προς τον εφοπλισμό).
– Εργάτης είμαι.
– Πως εργάτης; Αφού εσύ διατάζεις όλους αυτούς τους 15 κι άλλους τόσους στο γραφείο και τα πλοία δεν κουνιούνται άμα δεν το πεις. Τι εργάτης;
– Εργάτης της μηχανής. Και δεν διατάζω κανέναν. Διευθύνω. Αγάπη μου, μπορεί να βγάζουμε αρκετά χρήματα, μα τα δουλεύω όλα με τα χέρια μου. Άσχετα αν αμείβομαι καλά, δουλεύω για κάποιον άλλον. Τα συμφέροντά μας, δεν είναι ίδια με των αφεντικών. Είναι με των εργατών! Όσα χρήματα κι αν κάνουμε, εμείς θα είμαστε πάντα με το μέρος των αδικημένων, σύμφωνοι;
– Σύμφωνοι μπαμπά.
Και τότε θυμήθηκα πάλι τα χέρια με τα γράσα. Θυμήθηκα τα Χριστούγεννα που σχεδόν ποτέ δεν ήταν ο πατέρας σπίτι, το σπίτι κατάφωτο, στολισμένο, φορτωμένο με όλου του κόσμου τα καλά και στο τραπέζι τη μαμά να λέει: «Ο μπαμπάς σας βουτάει στη θάλασσα τώρα για να τα έχετε εσείς όλα αυτά.» Όχι για να μας δημιουργήσει ενοχές, μα για έχουμε συναίσθηση και να μη γίνουμε σνομπ ή ψώνια.
Δεν αποτελώ εξαίρεση από τα παιδιά των άλλων ναυτικών της Χίου. Κάπως έτσι μεγάλωσαν όλα. Με μανάδες που έπρεπε να τρέξουν για όλα μόνες, να πάρουν αποφάσεις για όλα και για τα πολύ σημαντικά σε τηλεφωνική συνεννόηση με τον πατέρα που αγωνιούσε από μακριά. Με μανάδες που έπρεπε να μας πείσουν ότι τίποτα δεν ήταν οριστικό. Ο μπαμπάς δεν πέθανε, ούτε μας παράτησε. Ο μπαμπάς μάς αγαπάει. Αλλά λείπει για δουλειά.
Ξέρεις ποιο είναι το πιο άσχημο στη ζωή του ναυτικού; Η αγωνία. Η αγωνία που έχουν αυτοί που τον περιμένουν σπίτι (αν είναι καλά, αν αρρωστήσει ποιος θα τον περιθάλψει, αν έχει καλές θάλασσες, πότε θα γυρίσει, ΑΝ θα γυρίσει…) κι η αγωνία που έχει αυτός για κείνους που έχει αφήσει σπίτι (πως τα βγάζει πέρα η γυναίκα μου μόνη; Πρέπει τα άλλα Χριστούγεννα να μην κανονίσω μπάρκο. Να κάτσω σπίτι μια φορά. Ο μικρός αρρώστησε, είναι άραγε καλά; Η κόρη μου έγινε κιόλας δεσποινίδα και δεν τους χάρηκα. Τι δώρα να τους πάρω; ΜΕ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΑΡΑΓΕ;)
Και λίγα λόγια για τη ζωή των «καλοπληρωμένων» ναυτικών. Ας μη γίνεται σύγκριση του μισθού τους με τους μισθούς των στεριανών, διότι οι ναυτικοί δεν πληρώνονται 12 μήνες το χρόνο. Οι ναυτικοί μπορεί να έχουν 35 ή και 40 χρόνια πραγματικής σκληρής εργασίας. Έχουν πληρώσει έναν σκασμό λεφτά σε κρατήσεις, αλλά η σύνταξή τους και η περίθαλψή τους δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο σε αυτό.
Οι ναυτικοί μετά τη βάρδια τους, που στην ουσία δεν τελειώνει ποτέ, δε γυρνάνε να κοιμηθούν σπίτι τους. Πάνε στην καμπίνα τους, σε ένα κλουβί με στενές κουκέτες, και η ζωή τους εκτυλίσσεται μέσα σε ένα λίγο μεγαλύτερο λαμαρινένιο κλουβί για μήνες. Υπάρχει και σχετική ασθένεια. Λαμαρινίαση.
Που περνάνε μέσα από 12 Μποφώρ στον Ειρηνικό (τυφώνας με κύματα όσο μια πολυκατοικία) και στο πρώτο λιμάνι λένε στη γυναίκα τους «ναι μωρέ είχαμε λίγο καιρό αλλά όλα εντάξει μην ανησυχείς». (Να θυμίσω ότι στα ταξίδια του γλυκού νερού, Κρήτη – Πειραιάς ας πούμε, ο απόπλους απαγορεύεται στα 8 Μποφώρ. Και η κλίμακα είναι εκθετική).
Οι ναυτικοί που για μήνες πολλούς, η μόνη τους συντροφιά είναι 12 άλλοι άντρες, οι περισσότεροι αλλοδαποί. Που όταν αρρωστήσουν στη μέση του πουθενά, δεν υπάρχει γιατρός και νοσοκομείο, αλλά βασίζονται στις γνώσεις του καπετάνιου, στα ματζούνια των Φιλιππινέζων του πληρώματος και στα γιατροσόφια που ξέρουν μεταξύ τους.
Που δεν έχουν δει γιορτές σπίτι τους, τα παιδιά τους να μεγαλώνουν, που γυρίζουν και βλέπουν την γυναίκα τους όλο και πιο κουρασμένη κι εκείνη τους βλέπει με όλο και πιο γκρίζα μαλλιά, αν έχουν τη μεγάλη τύχη να προλάβουν να γκριζάρουν.
“Ολους τους ξέμπαρκους τους τρώει το σαράκι,
μα όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη.”
Μεγάλο κείμενο και πολλοί θα βαρεθείτε να το διαβάσετε ως το τέλος, αλλά τα Κρητικά «παλικάρια της φακής» που ήρθαν στην Αθήνα, τους στηρίξαμε όλοι στα αιτήματά τους και στράβωσαν με τη δίκαιη απεργία των ναυτεργατών, να τα πληροφορήσουμε ότι δεν έχουν πληρώσει ποτέ ένα σεντ για τη σύνταξη των ναυτικών, ενώ αντίθετα, σε κάθε ναυτική μισθοδοσία ένα μεγάλο μέρος των κρατήσεων πήγαινε υπέρ του ΟΓΑ. Λίγος σεβασμός λοιπόν κι αλληλεγγύη δε θα έβλαπτε.