«Πού θα πηγαίνατε για το τέλειο ηλιοβασίλεμα στην Ελλάδα;». Σε αυτή την ερώτηση κλήθηκε να απαντήσει προ ολίγων μηνών στη συνέντευξη πολιτογράφησης μια μεσόκοπη Αλβανίδα που ήρθε στη χώρα μας πριν από 25 χρόνια, γέννησε τον γιο της και έκτοτε ζει με τον άντρα της εδώ, καθαρίζοντας σκάλες. Η σωστή απάντηση θα ήταν «στη Σαντορίνη». Δεν το είχε υπόψη της. Έχασε άλλες δύο ερωτήσεις, καθώς δεν θυμήθηκε ότι το Ναύπλιο ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας ή πού πέθανε ο Λόρδος Βύρων, και έτσι κόπηκε.
Άλλοι αλλοδαποί στη θέση της έχουν κληθεί, άναυδοι, να απαντήσουν ακόμη πιο απαιτητικές ερωτήσεις, όπως: «Ποιος ήταν ο Βοναπάρτης των Βαλκανίων;», «Πέστε μας έναν Βυζαντινό ποιητή» ή ακόμη «Ποιες ήταν οι αιτίες της Δ΄ Σταυροφορίας;». Φυσικά, απέτυχαν.
Στη θέση της πρωταγωνίστριάς μας βρίσκονται μερικές δεκάδες -να μην πω εκατοντάδες- χιλιάδες μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα για μια ολόκληρη γενιά: κάτι λιγότερο από ένα εκατομμύριο, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, που τοποθετεί την Ελλάδα στις ευρωπαϊκές χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά μεταναστών κατοίκων.
Ολοι αυτοί οι άνθρωποι στα δυο χρόνια της λεγόμενης προσφυγικής κρίσης σαν να ξεχάστηκαν. Ασχολούμαστε εκτεταμένα με τους 30.000-40.000 πρόσφυγες που «σκάλωσαν» εδώ, ενώ δημιουργήσαμε υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, του οποίου ο πολιτικός προϊστάμενος ομολογεί ότι δεν έχει διόλου ασχοληθεί με τους εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, αλλά μόνο με τους άρτι αφιχθέντες πρόσφυγες.
Από την άλλη, το 2015, μεσούσης της προσφυγικής και πολιτικής κρίσης, νομοθετήθηκε η δυνατότητα των ξένων παιδιών που γεννιούνται ή και ανατρέφονται στην Ελλάδα να αποκτήσουν την ιθαγένεια με τη γέννησή τους ή έπειτα από έξι χρόνια σχολείο. Μια πραγματική ιδεολογική και πολιτική νίκη, που πασχίζει να εδραιωθεί διοικητικά. Οι καθυστερήσεις είναι τεράστιες: ενώ ο νόμος δίνει τη δυνατότητα για όσο γίνεται ταχύτερες διεκπεραιώσεις, η αποδεκατισμένη διοίκηση αγκομαχά. Τέλος, το να εξαρτάται η κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από το αν ένας βιοπαλαιστής ξέρει πού είναι το καλύτερο ηλιοβασίλεμα στην Ελλάδα είναι τουλάχιστον ανοησία.
Η Ελλάδα, πριν ακόμη προλάβει να λύσει τους λογαριασμούς με τους εκατοντάδες χιλιάδες «δικούς της» μετανάστες, βρίσκεται αντιμέτωπη με τις νέες ροές αλλά και συνάμα με μια αναπάντεχα κυνική ευρωπαϊκή καινοτομία: οι ροές να σταματάνε εκτός ΕΕ με κάθε κόστος. Τα κονδύλια που έχουν δαπανηθεί στην Ελλάδα για τη διαχείριση μερικών δεκάδων χιλιάδων προσφύγων αποτελούν παγκόσμιο ρεκόρ. «Με τόσα λεφτά, στο Σουδάν θα σώζαμε μισό εκατομμύριο», μου έλεγε υψηλός αξιωματούχος της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Ολοι οι σχετικοί με το θέμα το γνωρίζουν. Κι όμως: Ευρώπη είναι αυτή.
Ολα γίνονται για να μην περάσουν οι ροές στην Ευρώπη. Κι αν τελικώς κάποιοι τα καταφέρουν; Ας μείνουν στις παρυφές, στη Λέσβο, τη Χίο και τη Σάμο. Πληρώνει ο Ευρωπαίος φορολογούμενος για να (νομίζει ότι) κοιμάται ήσυχος. Στη Λιβύη -που κι αυτή πληρώνεται από την ΕΕ- εμφανίστηκε εμπόριο των μεταναστών-σκλάβων, ενώ η ΕΕ ενίσταται όχι από τις τύψεις της που έφερε την κατάσταση σε αυτό το σημείο, αλλά επειδή -ω τι έκπληξη!- μια τόσο εύτακτη πολιτεία σαν τη Λιβύη παραβιάζει έτσι ακραία τα δικαιώματά τους…
Τα χρόνια που έρχονται στην Ευρώπη θα είναι πολύ κυνικά σε ό,τι αφορά (και) στη διαχείριση του Προσφυγικού και Μεταναστευτικού.
Η Ελλάδα δεν δείχνει να έχει τα κουράγια να συμβάλει στην επανατοποθέτηση του προβληματισμού, στη βάση μιας πραγματιστικής πολιτικής ισοκατανομής των πληθυσμών στην ΕΕ στο όνομα της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Κι όμως, μια σώφρων πολιτική διαχείρισης αυτού του ομολογουμένως δύσκολου θέματος θα εκκινούσε από πιο πίσω: την απόδοση προτεραιότητας στην τακτοποίηση των χρόνια εγκαταστημένων μεταναστών στην Ελλάδα -με την κτήση είτε ιθαγένειας είτε άλλων τίτλων διαμονής- για να καταλήξει στην επαναδιαπραγμάτευση των όρων της Συμφωνίας που οδηγούν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου σε εκφασισμό και αντιπροσφυγικό παροξυσμό. Αυτό, στο σύνολό του, ονομάζεται μεταναστευτική πολιτική. Μεταναστευτική πολιτική δεν είναι να περιφέρεσαι ως ιδρωμένος πυροσβέστης στα hotspots.
«Αν δεν φωνάξει η Ελλάδα για την ευρωπαϊκή πολιτική στο Προσφυγικό, ποιος θα φωνάξει;» μου έλεγε πρόσφατα Γερμανίδα υψηλή αξιωματούχος κριτικά διακείμενη στην πολιτική της καγκελαρίου της.
Σε μακρά διάρκεια, η σύσταση Ειδικής Γραμματείας Ιθαγένειας στο υπουργείο Εσωτερικών είναι σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν πρέπει να μείνει μετέωρο. Είναι επείγον, συνάμα, για τη χώρα να αντιληφθεί ότι η βαθμιαία μετατροπή της σε εσωτερική «υγειονομική ζώνη» της ΕΕ εδραιώνεται. Για τον λόγο αυτό, η Ελλάδα πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί. Δύσκολο, αλλά αναγκαίο. Αρχές Δεκέμβρη του 2017, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δηλώνει ότι η πολιτική των ποσοστώσεων στην κατανομή προσφύγων και μεταναστών εντός της ΕΕ είναι «βαθιά διχαστική και αναποτελεσματική». Η ατζέντα της κεντροευρωπαϊκής ακροδεξιάς γίνεται πλέον επισήμως λόγος των κορυφαίων οργάνων της ΕΕ. Κακό σενάριο.
Σε μια εποχή που ο ευρωπαϊκός κυνισμός χτυπάει κόκκινο σε ό,τι αφορά (και) στο Μεταναστευτικό, η Ελλάδα έχει πολλούς λόγους να συμμαζέψει τα του οίκου της και, συνάμα, να αρθρώσει έναν συγκροτημένο λόγο αμφισβήτησης αυτού του ζοφερού «μονοδρόμου». Εκτός αν όντως επιλέγει ως μοναδικό και αναγκαίο το παραπάνω σενάριο.
Κάπως έτσι, σε μερικά χρόνια από τώρα, η νέα ελληνική πολιτική κοινότητα -στην οποία, φυσικά, χωράει και η Αλβανίδα μας που δεν ήξερε πού είναι το καλύτερο ηλιοβασίλεμα στη χώρα- θα μπορεί να απαντάει στοιχειωδώς ορθά στα ερωτήματα που θα βάζει ενώπιόν της.
Αυτό προϋποθέτει, πάντως, ότι θα έχει, επιτέλους, βάλει κάποια σωστά ερωτήματα.
Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στο ένθετο ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ που κυκλοφορεί με την εφημερίδα «Νέα Σελίδα», 30/12/2017