Έχουν περάσει ογδόντα χρόνια περίπου από τη δεκαετία του 1940 και λιγοστεύουν οι άνθρωποι που βρίσκονται στη ζωή και έζησαν από κοντά τα έντονα γεγονότα της εποχής: πόλεμοι, αντίσταση, ένοπλοι ενδοεξουσιαστικοί ανταγωνισμοί και αντάρτικο. Ήταν πολύ ενδιαφέρον όσοι είχαν παππούδες και γιαγιάδες, που έζησαν ενεργά εκείνες τις εποχές, να διηγούνται τις ιστορίες τους στα εγγόνια τους. Και ήταν ακόμη πιο συναρπαστικό όταν διαπιστώναμε ότι αυτά που μάς περιέγραφαν δεν τα είχαν εκμυστηρευτεί ούτε στα παιδιά τους. Ήταν οι εποχές που θεωρούσαν ότι έπρεπε τα παιδιά να «προστατευτούν» και να μην πολυξέρουν. Η γενιά που τα έζησε δεν πολυμιλούσε. Πολλά γεγονότα και ιστορίες δεν ήρθαν, σκοπίμως, ποτέ στο φως της αφήγησης. Τα «κρατούσαν» μέσα τους σαν φυλακτό αλλά όταν αποφάσιζαν, σπάνια, να μιλήσουν ήταν καθηλωτικοί. Οι προφορικές ιστορίες που συχνά δεν διαθέτουν τεκμηριώσεις και γραπτές πηγές αλλά τη ζωντάνια και την ένταση των ανθρώπων που ήταν μέσα στα γεγονότα, χωρίς να διαθέτουν θέσεις και θώκους, που πολλές φορές οι κάτοχοι τους συσκοτίζουν ή αποκρύπτουν στοιχεία γεγονότων. Ασφαλώς και η τεκμηρίωση των ιστοριών γίνεται σε ύστερο χρόνο από τους αυτήκοους δέκτες.
Πολλά εγγόνια είχαν την τύχη οι παππουδογιαγιάδες τους να τα μαζεύουν, έστω για μια και μοναδική φορά, για να αφηγηθούν τις ιστορίες τους από εκείνα τα χρόνια. Είχαμε και εμείς αυτή την τύχη και ευκαιρία και μάλιστα εις διπλούν. Ο παππούς Σ. από τη Βοιωτία μάς εξιστορούσε την ιστορία από το αντάρτικο και ο παππούς Γ. τις ιστορίες από το κίνημα της Μέσης Ανατολής. Ιστορίες εντελώς ξεχωριστές και διαφορετικές αλλά με κοινό στοιχείο τον εμετικό και προδοτικό ρόλο του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Και οι δυο παππούδες ένιωθαν προδομένοι από το ΚΚΕ για τα συγκεκριμένα γεγονότα που βίωσαν και απομακρύνθηκαν άμεσα και δια παντός από το Κόμμα. Χάραξαν, όμως, διαφορετικές πορείες, εκ διαμέτρου αντίθετες. Και αυτό έχει ενδιαφέρον, να βλέπει και να παρατηρεί κάποιος το πως αντιδρά ο καθένας και η καθεμία στις επιδράσεις που δέχεται. Ο ένας από κομμουνιστής έγινε δεξιός και μπάτσος της υπαίθρου-αγροφύλακας- και ο άλλος παρέμεινε στην αριστερή όχθη ανένταχτος μεν αλλά τον πλάνεψε για έναν διάστημα ο Ανδρέας, έζησε και τη περίοδο 1989-’90, με οικουμενική κυβέρνηση να του θυμίζει «κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» του Λιβάνου. Ο παππούς Σ., λοιπόν, αφού είχε πολεμήσει νεαρός στο αλβανικό μέτωπο στη πρώτη γραμμή και είχε επιστρέψει στο χωριό του τραυματίας με παράσημο μια σφαίρα στο γόνατο, η οποία δεν αφαιρέθηκε ποτέ από το σώμα του, εντάχθηκε στις τάξεις του ΕΛΑΣ Βοιωτίας.
Όπως περιέγραφε στη σύζυγο του, η οποία τον απόπαιρνε γι’ αυτά που πίστευε, όνειρο του ήταν να δει την Κωπαΐδα μοιρασμένη δίκαια στον απλό κόσμο. Πάντα δύσπιστη! Ο παππούς ανέβηκε στο βουνό, λοιπόν, αλλά δεν έκατσε για πολύ. Ένα συμβάν που έγινε στην ομάδα του τον ανάγκασε να πάρει το δρόμο της φυγής. Όπως μάς διηγούταν, λοιπόν, είχαν απαγάγει έναν αστυνομικό από μια κωμόπολη της Βοιωτίας με σκοπό να ασκηθεί πίεση προς την τοπική εξουσία και την αστυνομία. Οι μέρες περνούσαν όμως και ο καπετάνιος αποφάσισε ο αστυνομικός να εκτελεστεί. Μια απόφαση δική του και όχι συλλογική, που όταν τους τη μετέφερε, ο παππούς Σ. εξέφρασε τις αντιρρήσεις του. Για παραδειγματισμό, ο καπετάνιος ζήτησε την εκτέλεση να την κάνει ο παππούς Σ. αλλιώς θα ήταν ένας προδότης. Ο παππούς Σ. ζήτησε χρόνο για να το ξανασκεφτούν και αναρωτήθηκε «πως θα τον σκοτώσω αφού δεν έχει κάνει τίποτα;». Η απόφαση δεν άλλαξε και το ξημέρωμα θα έβρισκε τον παππού Σ. και τον αστυνομικό να έχουν αποδράσει από την ομάδα και το βουνό. Τι είχε γίνει; Όταν ο παππούς Σ. κατάλαβε ότι η απόφαση είναι ειλημμένη ενημέρωσε τον αστυνομικό για το μέλλον του. Εκείνος δεν τον πίστεψε και εξέφρασε κιόλας τη δυσπιστία του προς το πρόσωπο του, «δεν είναι δυνατόν αφού δεν έχω κάνει κάτι κακό ή εναντίον σας». Πάρα ταύτα ο παππούς Σ. τον αποδέσμευσε και του ζήτησε να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέσα στη πυκνή νύχτα. Το ίδιο έκανε και ο ίδιος. Κρύφτηκε για ένα μεγάλο διάστημα και μετά πήγε στην οικογένεια του. Ο καπετάνιος ήδη τον έψαχνε και τον αναζητούσε για αντίποινα. Πήγαινε συχνά-πυκνά στο σπίτι του όπου έβρισκε τη γιαγιά και της έκανε επίδειξη «ανδρισμού» και στυγερότητας, λέγοντας της: «Είτε σφάζεις ένα κοτόπουλο είτε έναν χωροφύλακα το ίδιο είναι». Ο παππούς πάντως ήταν περήφανος που είχε γλιτώσει έναν άνθρωπο, τον οποίο χαρακτήριζε διαρκώς αθώο και αφελή, και ο οποίος θα πήγαινε «σαν κοτόπουλο στη σφαγή». Ο παππούς δεν κατάφερε ένοπλα και με εξέγερση να δει την Κωπαΐδα δίκαια μοιρασμένη στους χωρικούς, απογοητεύθηκε πολύ από το ΚΚΕ, και για λόγους επιβίωσης, αφού την είχε «κοπανήσει» από το αντάρτικο με αποδέσμευση ομήρου, έζησε μέχρι το τέλος του πολέμου ως φυγάς. Και μετά πέρασε στην αντίπερα όχθη δεξιός και αγροφύλακας. Που αλλού; Στην Κωπαΐδα! Εκεί, που την ήθελε μοιρασμένη δίκαια, τώρα είχε την εξουσία να προστατεύει τις ιδιοκτησίες, μικρές και μεγάλες.
Ο άλλος παππούς, ο Γ., κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν ναύτης στο πολεμικό ναυτικό και μαζί με το υπόλοιπο στράτευμα, μετά την κατάληψη του Ελλαδικού χώρου από τους ναζί, βρισκόταν στην Αίγυπτο. Στο φωτογραφικό του άλμπουμ είχε φωτογραφίες από εκείνη την εποχή αλλά οι απαντήσεις του στις ερωτήσεις συγγενών και φίλων ήταν σχεδόν μονολεκτικές. Ξέραμε τα βασικά. Ξαφνικά ο παππούς άλλαξε όταν διαπίστωσε ότι μπορεί να μιλάει πολιτικά με τα εγγόνια του. Το βλέμμα του σπινθηροβολούσε όταν άκουγε για μαθητικές καταλήψεις, πορείες και άλλα ωραία της εποχής εκείνης. Και αυτά που δεν είχε πει σε κανέναν παρά μονάχα στη γιαγιά σιγά-σιγά τα μοιράστηκε. Αν και πληγωμένος κομμουνιστής από το ΚΚΕ, έδωσε στα εγγόνια του να διαβάσουν το «Αλφαβητάρι του Κομμουνισμού» του Μπουχάριν. «Πως σας φάνηκε;» ρώτησε δήθεν αδιάφορα. «Ρε παππού. Οι μπάτσοι πάντα και παντού ίδιοι είναι. Τι λέει αυτός εδώ ότι η αστυνομία στο αστικό καθεστώς είναι έτσι και στο σοσιαλιστικό γιουβέτσι. Δεν συμφωνούμε». Ο παππούς κατάλαβε από νωρίς ότι δεν θα υπήρχαν άλλοι προδομένοι στην οικογένεια…
Με βάση το φωτογραφικό του άλμπουμ, μάς εξιστόρησε το τι έγινε στην Αίγυπτο το 1941-1944. Ο παππούς μαζί με άλλους συμμετείχε στην Αντιφασιστική Οργάνωση Ναυτικού (ΑΟΝ) ως μέλος μιας άλλης οργάνωσης, της ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση), εξέδιδαν εφημερίδα και γενικά ήθελαν να συμμετέχουν στα πολιτικά τεκταινόμενα, ορμώμενοι επί το πλείστον από αριστερές απόψεις. Όπως μάς έλεγε, έβλεπαν ξεκάθαρα τον ρόλο των βρετανών από νωρίς και δεν περίμεναν να «Δεκεμβριανά» για να επιβεβαιωθούν. Η σημαντικότερη τους στιγμή ήταν η ανταρσία που έκαναν τον Απρίλη του 1944 στα πλοία και τα στρατόπεδα· μια ανταρσία που για τους βρετανούς είχε τα χαρακτηριστικά επανάστασης. «Τα όσα διαδραματίζονται δεν αποτελούν τίποτα λιγότερο από επανάσταση». Είχαν τον πλήρη έλεγχο του στρατεύματος. Όλα τα πλοία ήταν υπό τη διοίκηση των ναυτών. Ο πρωθυπουργός Τσουδερός παραιτήθηκε. Τα Γενικά Επιτελεία και το Φρουραρχείο τελούσαν υπό κατάληψη. «Δεν φοβόμασταν παρ’ ότι ξέραμε ότι οι Άγγλοι θα επιτεθούν», μας έλεγε ο παππούς. «Μας περικύκλωσαν, μας απέκλεισαν μέσα στο πλοίο και μετά από πολλές μέρες μάς επιτέθηκαν οι Βρετανοί, με τις ευλογίες του Βασιλιά». Ελληνικές και βρετανικές στρατιωτικές διοικήσεις οργάνωσαν την καταστολή των εξεγερμένων στρατιωτών. Ο Τσόρτσιλ, σε μήνυμα του στον στρατηγό Πάτζετ, έγραφε:«Είμαστε έτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε την βία, στον ανώτατο δυνατό βαθμό, αλλά θα ήταν καλύτερο να αποφευχθεί η σφαγή, εφ’ όσον είναι δυνατόν. Λέτε ότι η ευθύνη θα βαρύνει τους Βρετανούς και όχι την αδύνατη και παραπαίουσα Ελληνική Κυβέρνηση. Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότης είναι έτοιμη να το επωμισθεί αυτό…».
Αργά ή γρήγορα όλα σχεδόν τα πλοία που βρίσκονταν στα λιμάνια της Αιγύπτου κατεστάλησαν από τις ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις. Οι συλληφθέντες μετακινήθηκαν σε πρόχειρους χώρους συγκέντρωσης όπου έγινε και η διαλογή τους: οι πρωταίτιοι και οι παρασυρθέντες. «Μας ανέκριναν έλληνες αξιωματικοί αλλά πίσω από τον αξιωματικό στεκόταν κρυφά ο χαφιές τους που μάς ήξερε και αυτός αποφάσιζε. Όταν χωριστήκαμε άλλοι πήγανε στο Ντεκαμερέ άλλοι στην Ασμάρα και αλλού. Εμένα με έστειλαν στην Ασμάρα στην Αβησσυνία. Μέσα στην έρημο. Φθάσαμε εκεί στην ερημιά και μάς κλείσανε σε ένα πρόχειρο στρατόπεδο συγκέντρωσης φτιαγμένο από τσίγκους και σύρματα. Μέσα λιώναμε από τη ζέστη και έξω λιώναμε από τον ήλιο. Στα «Δεκεμβριανά» ήμασταν ακόμη αιχμάλωτοι. Πάλι θέλαμε να στασιάσουμε για να πολεμήσουμε εναντίον των Άγγλων αλλά δεν μπορούσαμε», διηγούνταν ο παππούς.
Έτσι και αλλιώς είχαν χάσει πλήρως το ηθικό τους και το κουράγιο τους από αυτά που μάθαιναν ότι έγιναν στο Συνέδριο του Λιβάνου, το Μάιο του 1944, όπου όλες μαζί οι πολιτικές δυνάμεις και κόμματα καταδίκασαν απερίφραστα την «εξέγερση». Δεν περίμεναν κάτι διαφορετικό φυσικά από τον Γ. Παπανδρέου και το λοιπό σκυλολόι, αλλά έτρεφαν ελπίδες και σιγουριά από τη στάση του ΚΚΕ. Μάταια. Η απογοήτευσή τους ήταν τεράστια. Ο παππούς από τα «σύρματα» της Ασμάρα έσβησε, εν μια νυκτί, την όποια σχέση του με το ΚΚΕ. Προδομένος και αυτός όπως και χιλιάδες ακόμη… Σε κοινή δήλωση όλων των συνέδρων του Λιβάνου, συμπεριλαμβανομένου ΕΑΜ, ΠΕΕΑ, ΚΚΕ, σημειώνεται: «Όλοι εμείναμε σύμφωνοι ότι η στάσις της Μέσης Ανατολής απετέλεσε έγκλημα εναντίον της Πατρίδος. Όλοι επίσης εμείναμε σύμφωνοι ότι η ανάκρισις πρέπει να συνεχισθή και ότι οι υποκινηταί της στάσεως πρέπει να τιμωρηθούν αναλόγως προς τα ευθύνας των. Το επιχείρημα ότι εκινήθησαν από το αίτημα της Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος δεν είναι δυνατόν να τους απαλλάξη της ευθύνης διότι, εάν εις καιρόν πολέμου η διαφωνία περί την Κυβέρνησιν νομιμοποιή την στάσιν, τότε το Αλβανικό Έπος θα έπρεπε να μην είχε υπάρξει… Η στρατιωτική πειθαρχία θα είναι αμείλικτος και ό,τι πολιτικαί απόψεις δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν εις τον στρατόν, διότι ο στρατός δεν βουλεύεται».
Η συμφωνία του Λιβάνου ήταν απλά προάγγελος της συμφωνίας της Βάρκιζας, ένα χρόνο μετά. Η καταστολή του κινήματος της Μέσης Ανατολής ήταν, επίσης, προάγγελος των «Δεκεμβριανών» λίγους μήνες αργότερα. Όλα ήταν σχεδιασμένα από το σύνολο των εξουσιαστικών δυνάμεων ώστε η όποια λαϊκή προσδοκία για δομική κοινωνική αλλαγή να πάει… περίπατο. Ο παππούς όταν γύρισε από την Αβησσυνία στην Ελλάδα συνέχισε ανένταχτα αριστερά, έπιασε δουλειά στη «Χαλυβουργική» του Αγγελόπουλου από όπου απολύθηκε όταν προσπάθησε να φτιάξει σωματείο. Σιγά-σιγά κλείστηκε στο καβούκι του και έφτασε να ψηφίζει τον γιο του Γ. Παπανδρέου, Ανδρέα, πλανεμένος και αυτός από τη ρητορική του. Δεν ήθελε να ακούει κουβέντα για ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και λοιπές δυνάμεις έχοντας νιώσει στο πετσί του το πλήρες «άδειασμα» που βίωσαν ως στασιαστές του στρατού, διότι εξεγέρθηκαν μέσα στο στράτευμα παραβιάζοντας πλήρως τις εντολές των ανωτέρων τους, τους οποίους σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως έλεγε, τους πέταξαν στη θάλασσα. Δεν ήταν απλά η ματαίωση μιας προσδοκίας αλλά το «πούλημα» σε μια ενέργεια που συμμετείχαν, στο τέλος, πολλοί, που βρήκαν το θάρρος και τη δύναμη να σηκώσουν το ανάστημα τους. Γι’ αυτό και πάρα πολλοί «έφυγαν τρέχοντας» από τις κομματικές κομμουνιστικές στοές.
Έτσι, λοιπόν, και οι δυο παππούδες εντάχθηκαν στα αριστερά κινήματα αντίστασης και έφυγαν και οι δυο άρον-άρον. Ο ένας προς τα δεξιά και ο άλλος προς το αγκυροβόλι του κέντρου. Το κόμμα είχε καταφέρει να μετατρέψει την ενέργεια σε αδράνεια, όπως πολύ καλά ξέρει να κάνει κάθε ιεραρχικός μηχανισμός και κάθε εξουσιαστική ιδεολογία. Από τις προφορικές και βιωματικές ιστορίες μπορούμε να διδαχθούμε και να αποφύγουμε κακοτοπιές που πάντα παραμονεύουν. Αρκεί να ακούμε υπομονετικά τις ιστορίες των ταπεινών ανθρώπων που έζησαν, αλλά δεν έγραψαν την ιστορία. Είναι εκείνοι που η ιστορία τους δεν χωρά ούτε στο κυρίαρχο αφήγημα ούτε στο, και καλά, ηττημένο. Γιατί η «ιστορία» δεν γράφεται μονάχα από τους νικητές, αλλά και από αυτούς που κάθονται μαζί τους ως «ηττημένοι» και συσκοτίζουν τα γεγονότα. Και οι δυο χτίζουν μια ιστορία με δυο όψεις που κατοπτρίζει διαθλαστικά η μια την άλλη. Από τις ιστορίες των απλών ανθρώπων που δεν εξαγόρασαν τίποτα και δεν έλαβαν τίποτα, μπορούμε να μάθουμε και να διδαχθούμε πολλά περισσότερα. Αρκεί να ακούμε και να ερευνούμε.
Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας