Το άρθρο του Νίκου Μαραντζίδη, για τον άθλιο διπολισμό στο πολιτικό μας σκηνικό, στις iEidiseis και σε δύο μέρη!
Βασικό στοιχείο της προεκλογικής καμπάνιας της ΝΔ το 2019 αλλά και ένα διαρκές σύνθημα που επανέρχεται κάθε φορά που η σημερινή κυβέρνηση βρίσκεται σε δύσκολη θέση είναι πως στην προηγούμενη διακυβέρνηση βρέθηκαν ερασιτέχνες και ανίκανοι που καλό είναι να μην ξανάρθουν.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς η κριτική αυτή δεν στερείται κάποιας αλήθειας και επιχειρημάτων. Ειδικά ο πρώτος κύκλος της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2015-2016 χαρακτηρίστηκε από εξωφρενικές παλινωδίες και προχειρότητες, αντιφατικές συμπεριφορές και απογοητευτικές επιδόσεις σε κρίσιμα θέματα με αποκορύφωμα τον τρόπο που διαχειρίστηκε τις διαπραγματεύσεις με τους ευρωπαίους εταίρους και την τραγελαφική υπόθεση του δημοψηφίσματος που έφερε και την περίφημη «svolta» που λένε οι Ιταλοί, την στροφή Τσίπρα, δηλαδή, με την υπογραφή του νέου μνημονίου αμέσως μετά την θριαμβευτική νίκη του «Όχι» στο δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015.
Αυτή η στροφή δεν ήταν η μόνη παλινωδία. Σε αρκετά ζητήματα που σχετίζονταν με το σεβασμό στους θεσμούς (πόσο μάλλον την ποιοτική αναβάθμισή τους) και με ζητήματα δημόσιου ύφους και λεξιλογίου, εκείνη η κυβέρνηση πήρε βαθμό πολύ κάτω από τη βάση, γεγονός το οποίο ακόμη και σήμερα αρκετοί άνθρωποι δεν της το συγχωρούν. Όπως δεν της συγχωρούν εκείνη την άφρονα συνεργασία με ένα υπερσυντηρητικό εθνικιστικό κόμμα, που καμιά αξιακή εγγύτητα δεν είχε με την Αριστερά, σε καμιά από τις εκδοχές της είτε τη ριζοσπαστική, είτε τη μεταρρυθμιστική είτε τη φιλελεύθερη. Ο οπορτουνισμός που καλλιεργήθηκε τότε στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ («ας κάνουμε κυβέρνηση τώρα με αυτούς επειδή είναι αντιμνημονιακοί και για τα άλλα βλέποντας και κάνοντας») αποδείχθηκε ατελέσφορος και σε βάθος χρόνου ζημιογόνος.
Τελικά, έμειναν μόνο τα άλλα. Οι ΑΝΕΛ έδειξαν τη φυσιογνωμία τους σε μια σειρά θέματα εκθέτοντας το ΣΥΡΙΖΑ σε προνομιακά για αυτόν ακροατήρια, με αποκορύφωμα τη στάση τους στη συμφωνία των Πρεσπών, μια από τις σημαντικότερες πολιτικές επιτυχίες της κυβέρνησης Τσίπρα και γενικότερα ελληνικής κυβέρνησης στη Μεταπολίτευση. Αυτό μου επιτρέπει και μια ευρύτερη σκέψη: όποτε ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε τον αντιδυτικισμό, τον εύπεπτο εθνικισμό και τις «ανίερες» πολιτικές συμμαχίες, στα δεξιά του ή στα αριστερά του, όχι απλώς εμφάνισε ένα ρηχό, μη σοβαρό πρόσωπο, που το στιγμάτισε ως πολιτικό κόμμα και ως κουλτούρα διακυβέρνησης αλλά επιπλέον υπονόμευσε την ίδια του την ύπαρξη.
Η κριτική όμως για να είναι εποικοδομητική πρέπει να είναι δίκαιη. Και δίκαιη κριτική σημαίνει να αναγνωρίζει κανείς τη σημασία των γεγονότων, αντιλαμβανόμενος το πλαίσιο και την πραγματική δυναμική της συγκυρίας.
Καταρχήν, λοιπόν, ακόμη και οι θεσμικές παρεκτροπές του ΣΥΡΙΖΑ και τα «τσιλιμπουρδίσματα» του με τον αυταρχισμό ωχριούν, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον τρόπο που αντιμετώπισαν άλλες κυβερνήσεις τους θεσμούς στο παρελθόν. Οι κυβερνήσεις Ανδρέα Παπανδρέου, για παράδειγμα, τη δεκαετία του ’80, εκτός του ότι ακολούθησαν αναμφίβολα πολύ πιο κρατικιστικές και άφρονες δημοσιονομικές πολιτικές (κρατικοποίηση προβληματικών επιχειρήσεων, εκτίναξη του δημόσιου τομέα και δημόσιου χρέους), αυτές τις συνδύασαν με σκληρή διχαστική ρητορική (πχ. Ποιος δεν θυμάται «το φως και το σκοτάδι») και προσπάθεια ελέγχου των θεσμών με σχεδόν λατινοαμερικανικού χαρακτήρα πρακτικές (μαζικοί πελατειακοί διορισμοί στη βάση της κομματικής ταυτότητας, απόλυτος έλεγχος των κρατικών ΜΜΕ, εξωφρενικές παρατυπίες στην προεδρική εκλογή του 1985,υιοθέτηση της λίστας για την εκλογή βουλευτών, για τη σειρά των οποίων αποφάσιζε αποκλειστικά ο κύκλος πέριξ του Ανδρέα Παπανδρέου, κλπ). Το 1987-1989, μπροστά στον πανικό πως κινδύνευε να χάσει την εξουσία η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με την υπόθεση Κοσκωτά επιχείρησε να ποδηγετήσει κάθε ανεξάρτητο θεσμό ενημέρωσης με καταστροφικές συνέπειες για τη δημοκρατία στη χώρα και την πολιτική σταθερότητα στη συνέχεια.
Η συνεισφορά του ΣΥΡΙΖΑ στην δημοκρατική ομαλότητα δεν ήταν αμελητέα. Μέσα σε συνθήκες ακραίας κοινωνικής δυσαρέσκειας και κοινωνικής οργής, ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να απορροφήσει την απογοήτευση και να εντάξει το θυμό και τη διαμαρτυρία μέσα σε ένα πλαίσιο ευρωπαϊκών δημοκρατικών αξιών. Δεν ήταν εύκολο ούτε και αυτονόητο. Προσωπικά, δεν πίστευα πως είχε την ικανότητα να το κάνει τότε, είχα το φόβο, σχεδόν τη βεβαιότητα, πως η δύναμη των αγανακτισμένων πολιτών και η γενικότερη αντισυστημική δυναμική που είχε αναπτυχθεί τα χρόνια 2010-2014 θα οδηγούσε το πολιτικό σύστημα στα βράχια. Δεν είχα αμφιβολία ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σταδιακά θα αντιλαμβανόταν τις αναγκαιότητες και τους συσχετισμούς, είχα αμφιβολία αν θα της επαρκούσε ο χρόνος και αν θα είχε τα κότσια μπροστά στο ακροατήριο της να το κάνει. Έκανα λάθος και πήρα ένα μεγάλο μάθημα τότε. Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο έστριψε τα πράγματα προς μια πορεία που στη συνέχεια ονόμασα «σοσιαλδημοκρατικοποίηση» -και προκάλεσε τότε η τοποθέτηση μου πολλές αντιδράσεις κυρίως από δεξιά αλλά και από αριστερά -εννοώντας, πως η ηγεσία του εμπέδωσε πως η πορεία για ένα κόσμο πιο δίκαιο, με λιγότερες ανισότητες και φτώχεια, δεν επιτυγχάνεται με εφόδους αγανακτισμένων ούτε στον «ουρανό» ούτε στα χειμερινά ανάκτορα των Βρυξελλών αλλά με έναν συνδυασμό μεθόδων όπου ο συμβιβασμός και οι ήπιες μεταρρυθμίσεις θα ισορροπούσαν με τον ριζοσπαστισμό.
Πέρα από την ενσωμάτωση και τη διαπαιδαγώγηση της διαμαρτυρίας στους δημοκρατικούς και ειρηνικούς κανόνες της Δημοκρατίας, ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να δείξει πως υπάρχουν δυνατότητες να συνδυαστεί μια τεχνοκρατική διακυβέρνηση (μπορεί να μην αρέσει στους πολιτικούς αντιπάλους του να το θυμούνται αλλά μόνο αυτός από τις κυβερνήσεις που πέρασαν από το 2009 έκλεισε αξιολόγηση και έφερε εις πέρας τη διαδικασία της δημοσιονομικής σταθερότητας μέχρι την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο) με πολιτικές που κατέγραψαν ένα «ταξικό πρόσημο», πολιτικές δηλαδή ωφέλιμες για τους ανθρώπους που έχουν πραγματικά ανάγκη και δυσάρεστες για τους έχοντες και κατέχοντες. Αυτό δεν έγινε βέβαια ούτε με απόλυτη επιτυχία (ιδιαίτερα για ένα κομμάτι της μεσαίας τάξης που ήταν ήδη ταλαιπωρημένο, οι πολιτικές του ήταν πολύ δυσάρεστες), ούτε και υπήρξε επικοινωνιακά αντιληπτό από μεγάλα εκλογικά ακροατήρια. Και μόνο το γεγονός, πως ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ είχε φροντίσει να ακρωτηριάσει τον εαυτό του μέσω της στρατηγικής της κατάργησης του μνημονίου «με ένα νόμο και ένα άρθρο» αρκεί να καταλάβουμε γιατί μετά οι κοινωνικές πολιτικές του υπέρ των πιο αδύναμων θεωρήθηκαν από πολλούς άνευ σημασίας, ενώ θα έπρεπε να είχε συμβεί το αντίθετο.
Εντέλει, οι ανίκανοι, όπως θέλουν πολλοί να ονομάζουν τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ των ετών 2015-2019, ούτε τόσο ανίκανοι υπήρξαν ούτε τόσο προβληματική η στάση τους έναντι της φιλελεύθερης δημοκρατίας υπήρξε, όσο παρουσιάζεται από ένα κυρίαρχο αφήγημα που συνεπικουρείται από μια επικοινωνιακή ηγεμονία, με σχεδόν ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά, στον τρόπο που παρουσιάζεται η αλήθεια και το παρελθόν. Τα προβληματικά στοιχεία εκείνης της διακυβέρνησης, χρειάζεται ωστόσο να αποτελούν πάντοτε αντικείμενο προβληματισμού στο κόμμα, τα μέλη και τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Μέρος Πρώτο: «Οι Ανίκανοι»!
Στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου εξηγήθηκε γιατί η στρατηγική της ΝΔ από το 2019 εστιάστηκε σε μεγάλο βαθμό στην προσπάθεια να δείξει πως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούνταν από ένα μάτσο ερασιτέχνες ιδεοληπτικούς, οι οποίοι ήταν ανίκανοι να διακυβερνήσουν. Όπως αναλύθηκε, η στρατηγική αυτή, που υποβοηθήθηκε από το τραγικό πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, επιχείρησε να αποδομήσει όχι μόνο την ιδεολογική ταυτότητα και τη βασική πολιτική ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τους ανθρώπους του ως «άσχετους».
Παράλληλα με τη στρατηγική «οι ανίκανοι ΣΥΡΙΖΑΙΟΙ» αναπτύχθηκε μια ατζέντα που εστίασε στις ικανότητες του Κυριάκου Μητσοτάκη και της ομάδας πέριξ αυτού. Επρόκειτο βλέπετε για την ομάδα των αρίστων, που θα απογείωναν τη χώρα και θα προωθούσαν τη χρηστή και αποτελεσματική διοίκηση και το κράτος δικαίου με κύριο εργαλείο το επιτελικό κράτος.
Η στρατηγική αυτή θεμελιώθηκε σε μεγάλο βαθμό σε κοινωνικά στερεότυπα ταξικής υπεροχής, που μετατρέπουν το ασήμαντο σε σημαντικό, και αναπαράγονται ως διαδομένοι και εύπεπτοι μύθοι στο δημόσιο βίο. Το κοσμοπολίτικο ύφος, τα αναγνωρίσιμα ονοματεπώνυμα, οι καλές σπουδές στα μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού, η άριστη γνώση των αγγλικών, η προϋπηρεσία σε αξιοζήλευτες επαγγελματικές θέσεις (συχνά λόγω των γνωριμιών της οικογένειας) αποτέλεσαν βασικά στοιχεία αυτού του συνόλου των στερεοτύπων. Η ιδέα ήταν απλή: εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κοσμοπολίτικη μορφωμένη ελίτ, που σχεδόν μας κάνει τη χάρη να μας κυβερνήσει. Αυτή η ελίτ έχει τέτοια διαπιστευτήρια που από μόνα τους αποτελούν εγγύηση για την επιτυχία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός τόσο έκδηλα εκφραστής των αξιών, του τρόπου ζωής και της αισθητικής αυτής της επιτυχημένης κοσμοπολίτικης ελίτ. Πολιτικός κληρονόμος, με σπουδές σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία και σε ελίτ αμερικανικά πανεπιστήμια συνιστά έναν σύγχρονο πρίγκιπα και προβάλλει ένα συγκεκριμένο κοινωνικό ύφος που παραπέμπει στο «lifestyle» διεθνώς προβεβλημένων πολιτικών οικογενειών.
Σε αντίθεση με αυτό το κοσμοπολίτικο ύφος της ελίτ χωρίς σύνορα, που εξέφρασε ο Μητσοτάκης, οι μέχρι τώρα πολιτικές ηγεσίες της μεταπολίτευσης επιδίωκαν να εκπέμπουν έναν εθνικό αέρα. Ιδιαίτερα στην ελληνική δεξιά, οι ηγέτες της φρόντιζαν να υπερτονίζουν τα χαρακτηριστικά της «βαθιάς Ελλάδας» που κουβαλούσαν. Η επίμονη σερραϊκή προφορά του Κωνσταντίνου Καραμανλή, παρά το γεγονός πως αυτός έζησε πολλά χρόνια στην Αθήνα και πάνω από μια δεκαετία στο Παρίσι, η γκλίτσα του Αβέρωφ, ο οποίος σπούδασε στο μεσοπόλεμο στην Ελβετία και ήταν κάτοχος διδακτορικού από το Πανεπιστήμιο της Λοζάνης σε μια εποχή που η Ελβετία ήταν ορατή στον μέσο Έλληνα μόνο από καρτ-ποστάλ, και το φιλικό και άνετο «σαλονικιώτικο» ύφος -αν και μη σαλονικιός- του Κώστα Καραμανλή ο οποίος είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος του Tufts, ενός από τα καλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, αποτελούν παραδείγματα της διαχρονικής προσπάθειας της ηγεσίας της συντηρητικής παράταξης να φαίνεται «σεμνή και ταπεινή», δηλαδή να δείχνει πως ο βίος και η πολιτεία της εκφράζει το μέσο Έλληνα, ειδικά τους «νοικοκυραίους» με τους οποίους θέλει να ταυτίζεται.
Αλλά και στην κεντροαριστερά, ο Ανδρέας Παπανδρέου -αναμφίβολα ο πιο κοσμοπολίτης Έλληνας πολιτικός, και σίγουρα ο πιο αναγνωρίσιμος διεθνώς πολιτικός ηγέτης που είχε ποτέ αυτή η χώρα, τόσο λόγω του μορφωτικού του υπόβαθρου (διδακτορικό από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ) όσο και της επαγγελματικής του πορείας ως καθηγητής στο Μπέρκλεϊ, στο οποίο διετέλεσε πρόεδρος του τμήματος οικονομικών επιστημών- συνειδητά επιχείρησε να υποβαθμίσει αυτήν τη διάσταση της προσωπικότητας του υπέρ μιας πιο λαϊκής εκδοχής της.
Πάντως, είναι αλήθεια, πως η προπαγάνδα της νέας ελίτ δεν περιορίστηκε στην εικόνα, στο στυλ και το ύφος. Συνοδεύτηκε κι από την προώθηση ενός πακέτου φιλελεύθερων αντιλήψεων προς την εγχώρια μεσαία και ανώτερη τάξη αλλά κυρίως προς το εξωτερικό. Η ιδέα δεν ήταν άλλη από το να δείχνει η νέα ηγετική ελίτ εξαγώγιμη και αποδεκτή από τις δυτικές ηγεσίες και τα διεθνή ΜΜΕ.
Η ιδέα δεν θα ήταν απαραίτητα κακή -και οπωσδήποτε συμβάδιζε με το ύφος και τις προσωπικές αντιλήψεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και της ομάδας του- αν συνοδευόταν κι από ανάλογες πράξεις. Αντίθετα, πολύ σύντομα από την ανάληψη της ηγεσίας της ΝΔ το 2019, έγινε αντιληπτό πως η βασική στόχευση της ηγετικής ομάδας πέριξ του Μαξίμου δεν αφορούσε μια «κάποια ιδέα για την Ελλάδα», πόσο μάλλον μια φιλελεύθερη ιδέα. Αφορούσε κυρίως πολιτικές καριέρες, εκπλήρωση προσωπικών φιλοδοξιών.
Αμέσως μετά τη νίκη στις εκλογές του 2019, οι επιλογές των προσώπων που στελέχωσαν τις θέσεις κλειδιά στα υπουργεία και σε κρίσιμους τομείς τους κράτους, έδειξαν τον τρόπο που αντιλαμβανόταν η νέα εξουσία τη διακυβέρνηση: ως τον απόλυτο έλεγχο όλων των θεσμών, ιδιαίτερα των κρίσιμων εκείνων που σχετίζονταν με την ενημέρωση και τις υπηρεσίες πληροφοριών.
Ποτέ οι Έλληνες πολίτες τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν βίωσαν μια τέτοια ασφυκτική κατάσταση στα Μέσα Ενημέρωσης, όσο επί των ημερών των αρίστων της φιλελευθεροφανούς διακυβέρνησης. Κανείς πρωθυπουργός στη Μεταπολίτευση, δεν είχε τολμήσει τη μεταφορά της ευθύνης της ΕΥΠ στο πρωθυπουργικό γραφείο (ιδέα εξάλλου που ο Αντώνης Σαμαράς το 2015 είχε θεωρήσει πως άρμοζε μόνο σε κράτη σαν τη Βόρεια Κορέα). Κάτι τέτοιο, και μάλιστα σε συνδυασμό με την τοποθέτηση του υπεύθυνου του γραφείου τύπου της ΝΔ στην προεδρία της ΕΡΤ, ήταν η απόλυτη ένδειξη της πορείας της χώρας προς τον «φιλελευθεροφανή αυταρχισμό».
Αναμφίβολα, η υπόθεση των υποκλοπών αποτέλεσε την απόλυτη ύβρη. Εδώ και τρεις μήνες, κατακλυζόμαστε από ένα σύνολο πληροφοριών που μας συνταράσσουν. Αποκαλύφθηκε ένας σκοτεινός κόσμος, που δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε το μέγεθος του.
Αισθανόμαστε ως πολίτες απολύτως ανήμποροι απέναντι σε ένα Λεβιάθαν, ένα βαθύ κράτος τέρας, που παρακολουθεί σχεδόν 16 χιλιάδες πολίτες, ανάμεσά τους πολιτικούς και δημοσιογράφους. Και ταυτόχρονα μένουμε άναυδοι από τις πληροφορίες για τις αδιανόητες διαπλοκές μεταξύ μυστικών υπηρεσιών και ιδιωτών.
Πλέον, κι οι λιγότερο παρατηρητικοί-τέτοιοι αφθονούν ανάμεσα στις μορφωμένες ελίτ της χώρας γιατί παρά τα γράμματα που ξέρουν, έμαθαν τόσο να συναλλάσσονται με την εξουσία που συνήθισαν να κάνουν τα στραβά μάτια στις αυθαιρεσίες της- διαπίστωσαν πως στα κέντρα λήψης των αποφάσεων έχει εγκατασταθεί μια ακόρεστη για εξουσία ελίτ, η οποία, όπως φαίνεται όμως, αισθάνεται εξαιρετικά ανασφαλής. Η ανασφάλεια της οφείλεται σε έναν απλό λόγο: ο ηγέτης της έχει ανέλθει στην κομματική εξουσία το 2016 συγκυριακά, σχεδόν από ατύχημα θα λέγαμε, και η ίδια δεν αισθάνεται την απαραίτητη ψυχολογική, κοινωνική και αισθητική εγγύτητα με το μέσο ψηφοφόρο του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου.
Το ένιωθα από καιρό, αλλά τώρα είμαι βέβαιος. Όποτε -αργά η γρήγορα- ο πρωθυπουργός χάσει στις εκλογές (αν δεν έχει ακολουθήσει το δρόμο της πολιτικής αξιοπρέπειας ώστε να παραιτηθεί και να εκλεγεί κάποιος άλλος μέσα από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ όπως θα συνέβαινε σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα που σέβεται τη δημοκρατία της) θα επακολουθήσει πολιτικός και ιδεολογικός κανιβαλισμός ευρείας έκτασης εντός της ΝΔ. Φοβάμαι, μάλιστα, πως η λέξη φιλελευθερισμός θα κάνει καμιά δεκαετία να ξανακουστεί στη συντηρητική παράταξη.
Πλέον, καταλάβαμε την ποιότητα αυτής της κυβερνώσας ελίτ. Πρόκειται για μια πολιτική ομάδα που βασικά θεωρεί αυτονόητο να κυβερνά, καθώς βαυκαλίζεται πως είναι η μόνη ικανή να το κάνει. Αλοίμονό μας! Σε ένα εξαιρετικά διεισδυτικό άρθρο του πρόσφατα στην εφημερίδα Καθημερινή, ο Καθηγητής Γιώργος Παγουλάτος, έγραψε πως η Μεγάλη Βρετανία «κυβερνάται από ένα είδος Συντηρητικών που θεωρούν τη χώρα ιδιοκτησία τους. Για κάποιους η κατάκτηση της εξουσίας συνιστά την εκπλήρωση στοιχήματος με τους συμμαθητές του Ίτον ή τους συμφοιτητές τους στις πολυθρόνες της Oxford Union. Είναι η παρακμή ενός πολιτικού συστήματος που αναπαράγει ελίτ ικανές για όλα, εκτός από τη δυνατότητα κοινωνικής συνείδησης ή ηθικής ευθύνης».
Εντυπωσιακό! Κάθε λέξη του κειμένου του Παγουλάτου ταιριάζει γάντι στη χώρα μας. Υπάρχει όμως μια διαφορά, ουσιώδης μάλιστα. Εκεί στη Γηραιά Αλβιώνα, οι θεσμοί αποδεικνύουν πως οι ελίτ είναι αναλώσιμες προς όφελος της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εδώ, αντίθετα, αναλώσιμοι είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί και η αξιοπρέπεια της δημοκρατίας και της χώρας προκειμένου να μην κακοκαρδίσουμε τον πρωθυπουργό.
Μέρος Δεύτερο: «Οι ικανοί για όλα»!