Ο Θάνος Αλεξανδρής ξεφυλλίζει το άλμπουμ των προσωπικών του αναμνήσεων από το καλοκαίρι, που δεν του αρέσει σαν εποχή.
Με λένε Θάνο Αλεξανδρή, ευγενέστατο κοινό της Athens Voice, και όταν μου ζητήθηκε να γράψω για τις πιο λατρεμένες διακοπές σε ένα ξεχωριστό νησί, πάγωσε το χαμόγελο στα χείλη. Εγώ από πάντα ονειρευόμουνα πως γεννήθηκα στο χιονισμένο Σάλτσμπουργκ με φόντο έλατα, πολλές αρκούδες, υπέροχα ελαφάκια και το τεράστιο τζάκι να καίει ασταμάτητα σε ένα μόνιμο χριστουγεννιάτικο σκηνικό. Όμως η άτυχη ζωή τα έφερε αλλιώς και ήρθα στον κόσμο σε θαλασσοχώρι με το σπίτι μας δίπλα στο κύμα και άκουγα, το κύμα εννοώ, να σκάει αδυσώπητα στην αυλόπορτα του πατρικού, αποδομώντας το όνειρο του χιονισμένου τοπίου.
Μα εγώ μισώ το καλοκαίρι, τα μπάνια τις διακοπές, τα λιμάνια, την ηλιοθεραπεία, τις υψηλές θερμοκρασίες, τα νησιά, τα καράβια, τα φύκια, τα αντηλιακά, τις πεταλίδες και όλον τον ανεξερεύνητο βυθό, είπα στωικά στη διευθύντριά μου και με κοίταξε με οίκτο, αλλά με μια συγκατάβαση, θα μπορούσα να πω, γιατί η γυναίκα είναι μεγαλωμένη στα ένδοξα Παρίσια. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που σαν τους φαντάρους μετρώ τις μέρες μία προς μία και απεγνωσμένα καρτερώ να έρθει η βαρυχειμωνιά, να ανάψουν τα καυσόξυλα με αυτή την εξαίσια μυρωδιά που σε συνεπαίρνει και, αφού κατεβάσουμε βαριά κλινοσκεπάσματα και τις γούνες, να αρχίσει τότε η αληθινή παράσταση της ζωής μας.
Δεν έχω πάει σχεδόν ποτέ διακοπές, και όσα νησιά επισκέφτηκα, που δυστυχώς ήταν αμέτρητα, ήταν γιατί το απαιτούσε η δουλειά στα σκυλάδικα κι αυτό με προτροπή του ατζέντη, άσχετα αν εγώ με θερμοκρασίες υψικάμινου προτιμούσα τη Λάρισα από τα νησιά του Ιουνίου. Θυμάμαι παρέα με τη Μαλβίνα, η μοναδική από τους φίλους –και το εκτιμούσα πολύ– η οποία κι αυτή σαν και μένα μισούσε τη Μύκονο, το καλοκαίρι, τους ήλιους και τα δειλινά, και με κατεβασμένα παντζούρια κλεινόμασταν όλο τον Αύγουστο, την περίοδο δηλαδή που άδειαζε η Αθήνα, στο σπίτι της οδού Υψηλάντου και καλιαρντεύαμε, βλέποντας στις ειδήσεις το πλήθος να συρρέει γαϊδουροφορτωμένο ασθμαίνοντας στα λιμάνια και στα διόδια, κάτι που για μας αποτελούσε καλοκαιρινό εφιάλτη. Σήμερα, που σας γράφω με δυσκολία, η εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη των Αγίων εικοσιτεσσάρων μαρτύρων, μεγάλη τους η χάρη… Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται ο Λύκιος, ο Λυκίας, ο Σάτυρος και ο Σισώης, ενώ τους υπόλοιπους να με συγχωρέσετε δεν τους ενθυμούμαι, γιατί μια απώλεια μνήμης είναι εμφανής, ύστερα από μια δίαιτα των υδατανθράκων που μου έδωσε ο φίλος μου ο Γιάννης Φλωρινιώτης που κράτησε δυο ολόκληρους μήνες, όμως πήρα πέντε κιλά… Όσο λοιπόν εγώ είμαι σε μια επώδυνη φάση με τις θερμοκρασίες ανεξέλεγκτες, έξω συγχωριανοί και τουρίστες ηλιοκαμένοι χαίρονται, παίζουν, χαριεντίζονται και προγραμματίζουν νυχτερινές εξόδους με φίλους και αμαρτίες σε μπαράκια, πάρτι νυχτερινά σε αμμουδιές αλλά και στα πέριξ.
Αν περιμένετε να σας γράψω για αιγιοπελαγίτικα νησιά, για τον χορό της τράτας και το απέραντο γαλάζιο που έχετε λυσσάξει όλες εσείς οι Μαντάδες να το ποστάρετε, νομίζοντας ότι ντεμέκ γράφετε κάτι ποιητικό, καλύτερα να απευθυνθείτε στον Ευτύχη τον Μπλέτσα που έχει πάρει με ένα τηγάνι σβάρνα τα παραθαλάσσια για να κάνει εκπομπές μαγειρικής και κάνει φούρλες γύρω από το σαγανάκι διαφημίζοντας σε άτυχους νησιώτες το καινούργιο αλεύρι που φουσκώνει από μόνο του δίπλα σε δαντελωτές ακρογιαλιές.
Αγαπημένοι μου φίλοι, εγώ είμαι ο άνθρωπος της βροχής, του χιονιά, του βοριά, της θύελλας και των εσαεί παγετώνων. Από παιδί ένιωθα όλες μου τις αισθήσεις να εκρήγνυνται μόνο με την έλευση του χειμώνα κι όταν άρχιζαν να πέφτουν οι πολυπόθητες πρώτες νιφάδες ένιωθα τη λίμπιντο να απογειώνεται και τη χαρά της δημιουργίας να με συνεπαίρνει ολοκληρωτικά. Μακάρι να εξέλιπε, και δεν είναι καθόλου υπερβολή, η συγκεκριμένη εποχή γιατί εγώ ποτέ δεν ονειρεύτηκα μαγικά καλοκαίρια πίνοντας Batida de coco, που ξερνάω, και Pina Colada πάνω σε αιώρες και κάτω από κοκοφοίνικες να τραγουδάω «Ω Κάρολ, μωράκι του Βορά, έλα και πάλι να πάμε στα νησιά. Ω Κάρολ, με τρώει η μοναξιά, τα καλοκαίρια εσύ και η χαρά». Κι επειδή η μια συμφορά δεν είναι ποτέ αρκετή, κοιτάξτε πόσες πληγές του Φαραώ ακολουθούν, όταν έρχεται καλοκαίρι, και σας παρακαλώ, γιατί, ξέρω, κατανοείτε τον πόνο του άλλου, συγχωρέσετε λιγάκι τη σκατοψυχίαση που διακρίνεται στο πρόσωπό μου με μια εσάνς από ξινίλα που κι αυτή, σας ορκίζομαι, δεν είναι συμβατή με το βιογραφικό μου. Το μόνο καλό της καραντίνας ήταν που πέρυσι απαγορεύτηκαν οι πολυπληθείς εκδηλώσεις σε γάμους, βαφτίσια και στα πανηγύρια. Με την άρση τώρα των μέτρων δεν έχετε ιδέα τι φοβερά έχουν αρχίσει να διαδραματίζονται στο χωριό μου, ύστερα από πολύμηνη χειμερία νάρκη και από την απραξία, λες και εμείς που τη ζούμε χρόνια πάθαμε κάτι.
Στις κοινωνικές λοιπόν μαζώξεις τα σόγια κραυγάζουν, τα τροφαντά με το παγωτό πύραυλο στο χέρι ξεφωνίζουν την ώρα που στον ύπνο μου βλέπω όνειρα από χιονισμένες Άλπεις και τα πυροτεχνήματα των αχρείων θυμίζουν περίοδο βομβαρδισμού. Δεν είναι οι φωταψίες που με εκνευρίζουν, ούτε η ευτυχία των ανθρώπων και ούτε είμαι ένας κακός, παράξενος άνθρωπος, που κι αυτό θα μπορούσε να λεχθεί. Είναι τα έρμα τα ζωντανά που ουρλιάζουν τρομαγμένα και αλαφιασμένα σε κοιτάζουν με απόγνωση, γιατί κάποιος που παντρεύεται το θεώρησε πολύ σημαντικό και είπε να μας αναστατώσει με τη χαρά του, ο γελοίος. Εγώ σαν τον Ορέστη Μακρή στην «Κάλπικη λίρα» να ανταριάζω και να μονολογώ: Γιατί, γαμώ την ατυχία μου, θα πρέπει τώρα εγώ να πληρώσω τα εορταστικά ξεσπάσματα και τα γαμησιάτικα της κάθε καλλιαρντής; Παναγία μου, οι θερμοκρασίες ξεπέρασαν οι αδίστακτες τους 40 βαθμούς κι εκτός απ’ τον καύσωνα, τους τσιγγάνους που έχουν στρατοπεδεύσει στο χωριό και κάθε βράδυ, για να κάνουν έναν Έλληνα ακόμα και για ένα επίδομα επιπλέον, βγάζουν τα μάτια τους αφού καταναλώσουν μισό τόνο καρπούζια, έχουμε και χειρότερα. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή ζούμε και την επέλαση των Μποφιλομουζουράκηδων, και μια πλειάδα από έντεχνους, που είναι αιρετικοί, εναλλακτικοί και μπροστάρηδες σε όλους τους αγώνες και στις διεκδικήσεις του λαού, όμως δεν λείπουν από κανένα κόνσεπτ, κρατική επιχορήγηση, πάνελ, και επίσης πάντα για αυτούς υπάρχει μια θέση κριτή στα διάφορα σαχκλά τάλεντ σόου. Επειδή ο λαός μετά από τόση στέρηση αποζητά θέαμα, ξέθαψαν νεκρούς και ζωντανούς και αφού κάνανε φίρμα μέχρι και τον Τριαντάφυλλο, καταλαβαίνετε τι θα ακολουθήσει.
Και καλά να περάσει απ’ το χωριό σου ο Κώστας Βενετσάνος με την μπάντα του, μπορείς να το πεις και καλό γιατί όσο να ναι το σουξέ του «Είναι νωρίς για δάκρυα Στέλλα» σου φέρνει μια νοσταλγία. Όταν όμως έρθει η ώρα και περάσουν από τη γειτονιά σου οι περισσότεροι απόμαχοι που φορτώθηκαν με την ευκαιρία όλο το ρεπερτόριο του Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη, δεν θα σου τρομάξουν τα ζωντανά και τις γριές; Αν, ο μη γένοιτο, σου κάτσει ο Μπέζος με το φούμο στη μούρη στον Οθέλλο και ακουστεί ο λόγος του Σαίξπηρ την ώρα που ιδροκοπάς στο μπαλκόνι σου, πώς αντιδράς;
Καρτ ποστάλ με ειδυλλιακά αυγουστιάτικες ποζισιόν σε αμμουδιές δίπλα σε στρώματα, ξαπλώστρες και αντηλιακά δεν θα ανακαλύψετε ποτέ στα άλμπουμ των προσωπικών μου αναμνήσεων γιατί όλα αυτά τα υπέροχα για το κοινό, όμως θλιβερά για μένα, δεν υπήρξαν ποτέ συμβατά με την εκρηκτική μου ιδιοσυγκρασία. Από την πρεμιέρα του καλοκαιριού μέχρι τη λήξη, ηλιοκαμένοι αλαλάζουν πάνω σε κανό και φουσκωτά και από δίπλα γριές πεταμένες ανάσκελα πυρακτωμένες απ’ τον καυτό ήλιο προσμένουν με το μαύρισμα οι δόλιες να γίνουν από τη μια μέρα στην άλλη αντικείμενα πόθου των ανδρών. Πού πας, μωρή, και μου στήνεσαι όλη μέρα κάτω από τις πυρακτωμένες αχτίνες; Δηλαδή τι περιμένεις; Υπάρχει περίπτωση εσύ ξαφνικά να γίνεις Ρηάννα;
Οι μέρες περνούν με μένα στο σπίτι με το κλιματιστικό φουλ και τα βράδια με το πάπλωμα που μυρίζει θαλπωρή, αντί να μετρώ προβατάκια, για να με πάρει ο ύπνος φαντασιώνομαι αποκλεισμούς σε πηλιoρείτικα σπίτια και συνεχείς χιονοπτώσεις μέχρι να ’ρθει η Άνοιξη. Περνούν οι ώρες αβάσταχτα, περνούν οι μέρες και συλλογιέμαι πως σε 5 μήνες από τώρα θα έχουμε Χριστούγεννα. Παρατηρώ με ανείπωτη χαρά τους ανθούς από τις μελιτζάνες ενώ χτες κόψαμε το πρώτο μας αγγουράκι. Γιατρέ, τι λέτε; Θα τα πάω καλύτερα;
Θάνος Αλεξανδρής | Athens Voice