Ένα πρόβλημα όμως πτώχευσης δεν μπορεί ποτέ να λυθεί με νέα δάνεια, ιδίως όταν τα δάνεια αυτά δίνονται υπό τον όρο περαιτέρω συρρίκνωσης του εισοδήματος του χρεοκοπημένου (π.χ. η επιβληθείσα λιτότητα). Προαπαιτούμενο για την υπέρβαση μιας πτώχευσης είναι η αναδιάρθρωση του χρέους, το λεγόμενο «κούρεμα».
Το 2010 η ελληνική πολιτεία κλήθηκε να αποφανθεί για το τι από τα δύο ισχύει: Το κράτος μας έπασχε από πρόβλημα ρευστότητας ή πτώχευσης; Αν επρόκειτο για απλό πρόβλημα ρευστότητας, τότε τα δάνεια του 1ου Μνημονίου θα έλυναν το πρόβλημα και η αναδιάρθρωση χρέους ήταν περιττή, όπως διατυμπάνιζε η κυβέρνηση Παπανδρέου.
Αν όμως επρόκειτο για πρόβλημα πτώχευσης, ο δανεισμός θα βύθιζε τη χώρα ακόμα πιο βαθιά στη χρεοκοπία – κάτι που απεδείχθη εκ των πραγμάτων εντός λιγότερου του ενός έτους, όταν όλοι πλέον αποδέχθηκαν το «κούρεμα», την αναδιάρθρωση χρέους.
Το 2012, η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση Σαμαρά έκρινε πως το συμφωνηθέν «κούρεμα» (PSI το ονόμασαν), που έπληξε ως επί το πλείστον τα ασφαλιστικά ταμεία και τους Ελληνες μικρο-ομολογιούχους,(i) αρκούσε για να ξεπεραστεί η πτώχευση του κράτους και να δικαιολογήσει το 2ο, ακόμα μεγαλύτερο, μνημονιακό δάνειο.
Ολη εκείνη την περίοδο, από το 2010 έως και το 2014, επιχειρηματολογούσα ότι οι κυβερνώντες χρησιμοποιούσαν τα μνημονιακά δάνεια για να προσποιούνται ότι υπερέβησαν την πτώχευση του ελληνικού Δημοσίου επεκτείνοντάς την στο διηνεκές.
Συστηματικά ζητούσα αυτό που πρότειναν όλοι οι σοβαροί ανά τον κόσμο οικονομολόγοι: να παραδεχθούν επιτέλους (η ελληνική κυβέρνηση, η Ε.Ε. και το ΔΝΤ) ότι το κράτος μας παραμένει πτωχευμένο, ότι οι δόσεις δεν βοηθούν στην υπέρβαση της πτώχευσης και πως προαπαιτούμενο για την ανάκαμψη ήταν, και παραμένει, η αναδιάρθρωση χρέους.
Στις εκλογές του 2015 η κυβέρνηση Σαμαρά προσπάθησε να πείσει τον λαό ότι η πτώχευση απετράπη και πως, με την επανεκλογή της, η χώρα θα επέστρεφε στην «κανονικότητα».
Σε εκείνες τις εκλογές κατέβηκα με τον ΣΥΡΙΖΑ έχοντας συμφωνήσει με τον Αλέξη Τσίπρα και την ηγετική ομάδα πως θα καταθέταμε στον ελληνικό λαό την αντίθετη άποψη: πως η πτώχευση του κράτους ήταν βαθύτερη από ποτέ και πως μόνο με μια ουσιαστική αναδιάρθρωση χρέους υπήρχε περίπτωση ανάκαμψης.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας επαναλάμβανα αυτό που έλεγα για έξι χρόνια στο BBC, σε άρθρα στον διεθνή Τύπο, στα ελληνικά κανάλια, παντού:
Η ουσιαστική αναδιάρθρωση ήταν το προαπαιτούμενο για τη μείωση του μεσοπρόθεσμου στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος (από το γελοίο 4,5% που μας κληροδότησε η κυβέρνηση Σαμαρά σε μια τάξη μεγέθους 1,5%).
Η μείωση του μεσοπρόθεσμου στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος ήταν το προαπαιτούμενο για τη μείωση του ΦΠΑ και του φόρου στις επιχειρήσεις, που θα αύξανε την οικονομική δραστηριότητα και θα έλκυε επενδύσεις.
Ο ελληνικός λαός, συνεπώς, κλήθηκε να επιλέξει μεταξύ:
■ Της πρότασης της κυβέρνησης Σαμαρά, που βασιζόταν στο αφήγημα ότι το κράτος έπαψε να είναι πτωχευμένο, το χρέος ήταν βιώσιμο και η έξοδος από τα Μνημόνια απαιτούσε μόνο την εκλογική νίκη των κ. Σαμαρά-Βενιζέλου.
■ Της δικής μας πρότασης ότι το κράτος παρέμενε βαθιά πτωχευμένο και η αναδιάρθρωση χρέους, πριν από τη λήψη οποιουδήποτε νέου δανείου ή νέας δόσης, αποτελούσε τον εθνικό μας στόχο.
Οι εκλογείς επέλεξαν τη δική μας πρόταση. Ως υπουργός Οικονομικών, εφοδιασμένος με τους 140 χιλιάδες σταυρούς των ψηφοφόρων της Β’ Αθηνών, και έχοντας ευθαρσώς λάβει την έγκριση από τον πρωθυπουργό και το υπουργικό συμβούλιο για τη στρατηγική μας στο μείζον ζήτημα του χρέους και της δημοσιονομικής πολιτικής, ταξίδεψα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες συνοδευόμενος από τον στενό συνεργάτη μου, αν. υπουργό Εξωτερικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο.
Την 1η Φεβρουαρίου 2015 συναντήσαμε ανεπίσημα τους κ. Τόμσεν, Μοσκοβισί και Κερέ (μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ) στο Παρίσι.
Τους είπα ότι ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να προσποιούμαστε ότι το ελληνικό κράτος είναι φερέγγυο, να αποδεχθούμε πως είναι πτωχευμένο και, έτσι, να προχωρήσουμε στην αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους που αποτελεί προαπαιτούμενο για την όποια ανάκαμψη. Συμφώνησαν. Και οι τρεις! Θα έλεγα μάλιστα ότι υπερθεμάτισαν.
Την επομένη, στις 2 Φεβρουαρίου 2015, συναντήθηκα στο Λονδίνο με πάνω από 200 τραπεζίτες και χρηματιστές, σε μια προσπάθεια στήριξης του χρηματιστηρίου μας και δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης με επενδυτές.
Στις συναντήσεις εκείνες τους εξήγησα την πολιτική της νέας κυβέρνησης: Επίσημη παραδοχή του κοινού μυστικού ότι το κράτος είναι πτωχευμένο, επιδίωξη αναδιάρθρωσης χρέους ώστε να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές και βαθιές μεταρρυθμίσεις στη φορολογική διοίκηση, καθώς και στην αγορά προϊόντων, με στόχο την πάταξη των καρτέλ.
Ηταν τόσο θετική η υποδοχή του μηνύματός μου που την επόμενη μέρα το Χρηματιστήριο Αθηνών ανέβηκε 11,2% και οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών εκτοξεύτηκαν κατά 20%.
Δύο μέρες αργότερα επισκεφτήκαμε τον πρόεδρο της ΕΚΤ, κ. Μάριο Ντράγκι, στη Φρανκφούρτη. Πριν καταθέσω καν τις θέσεις της κυβέρνησης, μου ανακοίνωσε ότι είχε ήδη αποφασιστεί ο αποκλεισμός των ελληνικών τραπεζών από τη ρευστότητα που παρέχει η ΕΚΤ και η παραπομπή τους στην ακριβότερη ρευστότητα της Τραπέζης της Ελλάδος.
Του εξήγησα ότι αυτό αποτελούσε υπονόμευση της νωπής επιτυχίας μας να ανεβάσουμε τις μετοχές των τραπεζών. Μου απάντησε ότι δεν ήταν στο χέρι του. Ηταν ξεκάθαρο: Η επιχείρηση ασφυξίας της νέας κυβέρνησης μέσω της ΕΚΤ είχε αρχίσει με στόχο την ακύρωση της αναδιάρθρωσης χρέους που διαπραγματευόμασταν ώστε να αναπνεύσει η χώρα.
[i] Καθώς οι ξένοι ομολογιούχοι είχαν αγοράσει τα ομόλογα με μεγάλη έκπτωση και οι ελληνικές τράπεζες αποζημιώθηκαν με την ανακεφαλαιοποίηση που επωμίστηκαν οι φορολογούμενοι μέσα από το 2ο μνημονιακό δάνειο
Επιστημονική ανεπάρκεια και εμπρηστικές δηλώσεις
Ως υπουργός Οικονομικών συχνά δέχτηκα ενδοκυβερνητικές πιέσεις για την απομάκρυνση του κ. Στουρνάρα. Εξηγούσα ότι δεν ήταν στην ευχέρεια της κυβέρνησης μια τέτοια απόφαση, καθώς ο διοικητής της ΤτΕ υπάγεται στην ΕΚΤ και υποστήριζα τη θεσμική συνεργασία με την ΤτΕ στο πλαίσιο του αμοιβαίου αλληλοσεβασμού. Δυστυχώς είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο συγκεκριμένος διοικητής πρέπει να απομακρυνθεί για τέσσερις λόγους, με αιτιολογημένο αίτημα του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης προς τον πρόεδρο της ΕΚΤ.
Το άρθρο 4 του Καταστατικού της Τραπέζης της Ελλάδος ορίζει ότι «…η Τράπεζα στηρίζει τη γενική οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης».
Ομως, όπως ο ίδιος ομολόγησε στην Επιτροπή Διαφάνειας και Θεσμών της Βουλής, την εποχή που η κυβέρνηση διαπραγματευόταν με την ΕΚΤ και τους άλλους θεσμούς την αναδιάρθρωση δημόσιου χρέους, που προαπαιτεί την παραδοχή ότι το κράτος είναι πτωχευμένο, ο κ. Στουρνάρας εισηγήθηκε στον πρόεδρο της ΕΚΤ «να μην ακούει» τον υπουργό Οικονομικών! Πρόκειται για οφθαλμοφανή παραβίαση της υποχρέωσης του διοικητή να ενεργεί εντός του πλαισίου της κυβερνητικής πολιτικής. Από μόνη της αποτελεί λόγο απομάκρυνσης του κ. Στουρνάρα.
Ενας δεύτερος λόγος είναι η δήλωση στην οποία προέβη τη 15η Δεκεμβρίου 2014 που αποτελεί μοναδικό ατόπημα στην παγκόσμια ιστορία των κεντρικών τραπεζών. Δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο στην οποία δεν θα άρχιζε μαζική εκροή καταθέσεων μετά από δήλωση του κεντρικού της τραπεζίτη ότι «η ρευστότητα στην αγορά μειώνεται με ταχύ ρυθμό» και αναφορά σε κίνδυνο «ανεπανόρθωτης βλάβης».[i] Ηταν ο προπομπός στην επιχείρηση ασφυξίας μιας κυβέρνησης που δεν είχε ακόμα εκλεγεί και οδήγησε σταθερά στα capital controls.
Ο τρίτος λόγος αφορά την εποπτική ανεπάρκεια του κ. διοικητή ο οποίος, σύμφωνα με το ΣτΕ, [ii] αποτελεί διοικητική αρχή για την εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων και τον έλεγχο της πίστης. Η ανεξέλεγκτη κατάσταση με την Τράπεζα Αττικής, η ασυδοσία στον δανεισμό κομμάτων και καναλιών και η απόλυτη ανυπαρξία πλάνου διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων που ακύρωσαν την τραπεζική πίστη συνιστούν ισχυρές ενδείξεις εποπτικής αποτυχίας.
Ο τέταρτος λόγος είναι η επιστημονική ανεπάρκεια η οποία συνυφαίνεται με εμπρηστικές δηλώσεις που στόχο έχουν την αυτοπροβολή του κ. διοικητή ως «σωτήρα» της χώρας, π.χ. ο ισχυρισμός του ότι η διαπραγμάτευση της περιόδου Ιανουαρίου-Ιουνίου κόστισε 86 δισ. ευρώ στον ελληνικό λαό. Πρόκειται για δημιουργική λογιστική που δεν συνάδει με την κρίσιμη θέση διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος.
Θυμίζω ότι την ημέρα που παραιτήθηκα, το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας ήταν 200 εκατομμύρια υψηλότερο απ’ ό,τι την ημέρα που παρέλαβα το υπουργείο, το πρωτογενές πλεόνασμα κατά τι μεγαλύτερο και το χρέος ακριβώς το ίδιο (καθώς δεν σύναψα ουδέν νέο δάνειο).
Το κόστος που επιφέραμε στον ελληνικό λαό ήταν ακριβώς μηδέν. Το ίδιο βέβαια δεν ισχύει για τα capital controls, που αποτέλεσαν το εργαλείο ασφυξίας της ΕΚΤ, με αρωγό τον κ. Στουρνάρα ο οποίος, σημειωτέον, με πίεζε να τα επιβάλουμε άμεσα στη Ρίγα την 25η Απριλίου.
Αρωγός της χρεοδουλοπαροικίας
Αυτές τις μέρες δρομολογείται, άλλη μια φορά από το Βερολίνο, η επιχείρηση ακύρωσης της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους μας. Ο κ. Σόιμπλε εξακολουθεί να αρνείται ότι επείγει.
Το ψεύδος ότι το ελληνικό κράτος δεν είναι πτωχευμένο εντάσσεται σε αυτή την πάγια τακτική. Η ελληνική κυβέρνηση, η όποια ελληνική κυβέρνηση, δεν δικαιούται πλέον να ανέχεται έναν διοικητή στην Τράπεζα της Ελλάδος που αποτελεί μόνιμο αρωγό της χρεοδουλοπαροικίας της χώρας μας.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης στην Εφημερίδα των Συντακτών
[i] «…η ρευστότητα στην αγορά μειώνεται με ταχύ ρυθμό, ότι ο κίνδυνος όχι μόνο ανακοπής της αναπτυξιακής πορείας που μόλις ξεκίνησε, αλλά ο κίνδυνος μιας ανεπανόρθωτης βλάβης της ελληνικής οικονομίας, είναι μεγάλος».
[ii] ΣτΕ 3016/2014, 2085/2012, 2080/1987 Ολομέλεια