Τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο των τεκτονικών αλλαγών που συντελούνται στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, έχουν ανατραπεί ριζικά οι πατροπαράδοτες συμμαχίες και στρατόπεδα με αποτέλεσμα για πρώτη φορά να παρατηρείται μία μερική τουλάχιστον σύμπτωση των συμφερόντων της Ελλάδας και του Ισραήλ.
Μετά την άνοδο του ισλαμισμού στην περιοχή και την προσπάθεια της Τουρκίας να μεταβληθεί σε ηγέτη και «διαχειριστή» του ισλάμ απέναντι στη Δύση, οι σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας, που αποτελούσαν τον παραδοσιακό άξονα της δυτικής παρουσίας στην περιοχή, διερράγησαν. Και αν αυτή η ρήξη έμοιαζε συγκυριακή αρχικά, και το 2016 υπήρξε εκ νέου προσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών, εντούτοις οι σχέσεις τους επιδεινώθηκαν και πάλι, ιδιαίτερα μετά την τακτική συμμαχία της Τουρκίας με το Ιράν απέναντι στον κουρδικό κίνδυνο – χώρα την οποία το Ισραήλ θεωρεί ως τον βασικότερο εχθρό της. Έτσι, ακόμα και αν δεν είναι βέβαιο ότι οι σχέσεις τους θα επιδεινωθούν σε μόνιμη και σταθερή βάση, εντούτοις η παλιά στρατηγική συμμαχία έχει οριστικά διαρραγεί. Σε αυτά τα πλαίσια, το Ισραήλ αναζητά νέες συμμαχίες, τόσο προς τον ελληνισμό (Κύπρο και Ελλάδα), όσο και στη Μέση Ανατολή, προς τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο.
Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια δύσκολη γεωπολιτική συγκυρία, δεδομένης της ανάπτυξης της τουρκικής επιθετικότητας και της συμμαχίας της Ρωσίας και του Ιράν με την Τουρκία – χώρες με τις οποίες η Ελλάδα και η Κύπρος διατηρούσαν (ιδιαίτερα με τη Ρωσία) στενές σχέσεις, στα πλαίσια και της παραδοσιακής αντιπαλότητας αυτών των χωρών με την Τουρκία. Έτσι, η παραδοσιακή ελληνική πολιτική της παραμονής μεν στο δυτικό στρατόπεδο, παράλληλα με μια πολυδιάστατη πολιτική και σχετικά φιλικές σχέσεις και με τη Ρωσία και με τις αραβικές χώρες, καθίσταται όλο και πιο δύσκολη.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, έχει αναπτυχθεί στην Ελλάδα ένα ισχυρό ρεύμα (που διαπερνά μάλιστα το σύνολο του πολιτικού φάσματος), το οποίο θεωρεί υποχρεωτικό μονόδρομο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, στην Ελλάδα και την Κύπρο, τη στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ (και κατ’ επέκταση με τις ΗΠΑ που αποτελούν τον μόνιμο προστάτη του Ισραήλ), και την εγκατάλειψη της παραδοσιακά πολυδιάστατης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Πιστεύουμε πως μια τέτοια πολιτική είναι λανθασμένη και αυτό όχι με κριτήρια ιδεολογικά – παρ’ ότι και αυτά έχουν τη σημασία τους –, αλλά κατ’ εξοχήν ρεαλιστικά.
Καταρχάς, αυτή η ιδιαιτερότητα της θέσης της Ελλάδας στις μεσανατολικές διαμάχες της Μέσης Ανατολής –το γεγονός δηλαδή ότι διατηρούσε καλές σχέσεις και με τους Παλαιστινίους και με το Ιράν, αλλά και με άλλες αραβικές χώρες–, την είχε προστατέψει πολλές φορές από την εμπλοκή της στις πολεμικές αντιπαραθέσεις και τις συγκρούσεις στην περιοχή. Έτσι, ακόμα και η δικτατορία των συνταγματαρχών είχε αρνηθεί διευκολύνσεις στους Αμερικανούς και το Ισραήλ, τόσο στον πόλεμο του 1967, όσο και σε εκείνον του 1973, ενώ η Ελλάδα απέφυγε να εμπλακεί και στους πολέμους κατά του Ιράκ που πραγματοποίησαν οι Αγγλο-αμερικανοί και συμμετείχαν και άλλοι Ευρωπαίοι, όσο και στην επίθεση της Δύσης ενάντια στη Σερβία, στο βαλκανικό μέτωπο. Αυτή η πολιτική έχει επιτρέψει στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα, να αποφύγει την ισλαμική τρομοκρατία και την άμεση εμπλοκή της με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στις τοπικές αντιπαραθέσεις.
Βεβαίως, στον βαθμό που η γεωπολιτική πραγματικότητα μεταβάλλεται, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να ενισχύσει τους δεσμούς και τη συμμαχία της και με άλλες δυνάμεις για να μπορέσει να αντισταθεί στην τουρκική επιθετικότητα. Όμως, δεν μπορεί να βάλει όλα τα αβγά στο αμερικανο-ϊσραηλινό καλάθι. Καταρχάς, διότι η σημερινή –τουλάχιστον– ηγεσία του έχει εγγενώς επιθετικό και τυχοδιωκτικό χαρακτήρα στην πολιτική της, μια και ο προφανής στόχος της είναι η σταδιακή και ολοκληρωτική εκδίωξη των Παλαιστινίων από τα εδάφη που τους έχουν απομείνει στη Δυτική Όχθη και στη Γάζα. Και βέβαια αυτό το γεγονός, επειδή είναι ανέφικτο υπό κανονικές συνθήκες ή με ειρηνικά μέσα, οδηγεί σε διαρκείς τυχοδιωκτισμούς και πολεμικές περιπέτειες. Ας θυμηθούμε τους αραβοϊσραηλινούς πολέμους του 1948, του 1956, του 1967, του 1973, τη κατοχή του Γκολάν, τις εισβολές στον Λίβανο (1982 και 2006), τις αεροπορικές επιθέσεις στο Ιράκ και την καταστροφή του πυρηνικού του εργοστασίου, τον διαρκή πόλεμο με τους Παλαιστινίους, κ.λπ.
Επομένως, όσο στο Ισραήλ δεν πρυτανεύει μια πολιτική πραγματικής διευθέτησης του Παλαιστινιακού, είτε με την αναγνώριση ενός παλαιστινιακού κράτους, είτε ακόμα και με τη δημιουργία ενός ενιαίου κράτους Εβραίων και Αράβων, όπως προτείνουν αρκετοί Ισραηλινοί, δεν είναι δυνατή μια αποκλειστική σχέση Ελλάδας και Κύπρου με το Ισραήλ. Μπορεί οι γεωπολιτικές πραγματικότητες να υποχρεώνουν σε προσέγγιση, όμως αυτή δεν μπορεί να ξεπεράσει ορισμένα όρια. Αντίθετα, η γεωπολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας στην περιοχή την υποχρεώνει να διατηρεί γέφυρες και με τη Συρία, της οποίας η ηγεσία βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την Τουρκία, όσο και με τη Χεζμπολάχ και τον Λίβανο, όπου εξ άλλου υπάρχει ακόμη σημαντική ορθόδοξη παρουσία. Προπαντός δε, θα πρέπει να ενισχύσει τους δεσμούς της με κάθε μέσο με την Αίγυπτο, και όχι μόνο πολιτικά και οικονομικά, αλλά και με την ισχυρή ορθόδοξη και κοπτική κοινότητα. Και, προφανώς, πρέπει να συνεχίζει να επιζητά μία δίκαιη λύση στο Παλαιστινιακό, που αποτελεί την προϋπόθεση για την ειρήνευση της Μέσης Ανατολής. Παράλληλα πρέπει να επενδύσει συστηματικά στην ενίσχυση των συμμαχικών σχέσεων με τη Γαλλία, η οποία βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την Τουρκία, όχι μόνο λόγω ισλάμ και Ερντογάν, αλλά και εξαιτίας της τουρκικής διείσδυσης στη βόρεια και υποσαχάρια Αφρική, που τα γαλλικά συμφέροντα θεωρούν ζωτικό τους χώρο. Επομένως, συμπόρευση με το Ισραήλ, όπου αυτό είναι δυνατό, όχι όμως ταύτιση μαζί του, διότι κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για την Ελλάδα.
Επί πλέον, στον βαθμό που η Ελλάδα και η Κύπρος αποτελούν πλέον για το Ισραήλ μια σημαντική διέξοδο –και οικονομική, σε ό,τι αφορά το φυσικό αέριο και τους αγωγούς και γεωπολιτική, μετά τη διάρρηξη του άξονα Τουρκίας-Ισραήλ, ο ρόλος τους θα πρέπει να είναι ενεργός και προς την κατεύθυνση της τιθάσευσης των τυχοδιωκτικών ενεργειών της ισραηλινής ηγεσίας και, αν χρειαστεί, να προσλάβει και μεσολαβητικό χαρακτήρα. Δηλαδή, η διατήρηση των φιλικών σχέσεων με τους Παλαιστινίους και η εμμονή για μια δίκαιη και σταθερή λύση του Παλαιστινιακού πρέπει να υπενθυμίζουν διαρκώς στους Ισραηλινούς ότι η συμμαχία δεν πραγματοποιείται άνευ όρων και μονομερώς. Αν εμείς έχουμε ανάγκη από συμμαχίες απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, γι’ αυτούς η Ελλάδα και η Κύπρος αποτελούν τον υποχρεωτικό δίαυλο προς την Ευρώπη.
Όλα αυτά προϋποθέτουν μια ελληνική κυβέρνηση και ελίτ που θέτουν σε πρώτη τους προτεραιότητα το εθνικό συμφέρον και δεν εξαρτούν την εξωτερική τους πολιτική από μικροκομματικά και προσωπικά συμφέροντα. Διότι, όταν μία κυβέρνηση, όπως η παρούσα, προσδοκά την παραμονή της στην εξουσία από την εύνοια των ξένων –κυρίως των Αμερικανών και των Γερμανών– τότε δεν είναι δυνατό, ούτε να εφαρμόζει, ούτε καν να δείχνει πως διαθέτει ανεξάρτητη πολιτική. Αντίθετα, θα τρέχει πίσω από τους Αμερικανούς και τον ευνοούμενό τους Νετανιάχου, παραθεωρώντας πως μία τέτοια πολιτική αδυνατίζει ακόμα και την ίδια τη διαπραγματευτική δυνατότητα της χώρας απέναντι σε οποιουσδήποτε συμμάχους ή εταίρους. Προϋπόθεση βιώσιμων και σταθερών συμμαχιών είναι η ύπαρξη ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής. Όλα τα άλλα είναι κουβέντες του αέρα. Ας θυμηθούμε, εξ άλλου, ότι πριν από λίγα χρόνια, οι ίδιοι άνθρωποι, συχνά, εκθείαζαν τον Ερντογάν ως ειρηνοποιό και αντικεμαλιστή και κάποιοι άλλοι πίστευαν πως μόνο η Ρωσία και ο Ντούγκιν θα μας σώσουν. Τα σοβαρά έθνη και κράτη τις τύχες τους τις κρατάν στα δικά τους χέρια και δεν τις εναποθέτουν σε ξένα δεκανίκια.
Του Γιώργου Καραμπελιά από την Ρήξη φ. 144 που κυκλοφορεί